Thursday, August 16, 2012

ΟΛΟ ΟΥΖΟ ΟΥΖΟ ΟΥΖΟ

Όταν ήμουν μικρός, ένα από τα πράγματα που με μάγευε ήταν που οι μεγάλοι έριχναν λίγο νερό στο ποτήρι του ούζου κι αυτό από διάφανο, γινόταν γαλακτώδες. Αυτό και οι μεζέδες. Γέμιζε το τραπέζι, με κάθε είδους μικρά πιάτα που είχαν ταπεινό περιεχόμενο (τυρί ελιές ντομάτα πιπεριές τουρσί) αλλά και περίεργα καφτερά του διαβόλου (παστουρμά πικάντικα λουκάνικα, μύδια σαγανάκι και αλοιφές πολύχρωμες). Το μόνο που μπορούσα τότε, ήταν να τσιμπολογάω από τους μεζέδες. Επρεπε να μεγαλώσω αρκετά, για να μου επιτραπεί να πίνω μια γουλιά, αντί να βρέχω την άκρη της γλώσσας μου.

Την εκδίκηση μου την πήρα, φοιτητής στην Πάτρα. Στα προσφυγικά, την πιο ιδιαίτερη συνοικία της Πάτρας, υπήρχε ένα σπίτι που οι ιδιοκτήτες του το είχαν μετατρέψει σε ουζερί. Εκεί μυήθηκα πραγματικά στο ούζο. Εκεί ανακάλυψα την δύναμη του, να ελευθερώνει το μυαλό και την γλώσσα, κάνοντας σε ικανό να λύνεις με την παρέα, όλα τα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα. Εκεί, τυλιγμένοι στους καπνούς των τσιγάρων και στις αναθυμιάσεις του οινοπνεύματος, η πολιτική γινόταν παιχνιδάκι. Μπορούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο.

Φημισμένο φοιτητικό στέκι εκείνη την εποχή, είχε μια ιδιαιτερότητα. Το μόνο ξεχωριστό πιάτο που σέρβιρε ήταν μια απίθανη ομελέτα, πάχους 5 εκατοστών, γεμισμένη με πατάτες και λουκάνικα. Ούζο είχε μόνο χύμα, σε κάτι καραφάκια που χρόνια μετά, γίνανε μοδάτα διακοσμητικά βαζάκια. Για κάθε καραφάκι που ζητούσες σου έφερνε ένα μεζέ, διαφορετικό κάθε φορά. Ο σκληρός πυρήνας της παρέας, βετεράνοι πια, αποφασίσαμε να κάνουμε το υπέρτατο πείραμα. Θα παραγγέλναμε τόσα καραφάκια, μέχρι να μας έφερνε τον ίδιο μεζέ, με κάποιο προηγούμενο. Μέχρι το δωδέκατο, δεν το είχε κάνει, μετά χασαμε το μέτρημα και την επαφή.

 Αυτό ήταν το πρώτο μου πραγματικό μεθύσι. Το δεύτερο έγινε στην αποφοίτηση, στο ίδιο μέρος, σε ένα τραπέζι εικοσιπέντε ατόμων. Τότε που δόθηκε η τελευταία ευκαιρία σε ανομολόγητους έρωτες να εκδηλωθούν και να ζήσουν μερικές ημέρες. Ακόμα μου λείπουν οι λεπτομέρειες για το πώς βρέθηκα στο κρεβάτι της Φανής.

Από τότε το ουζάκι είναι σύντροφος παντού. Γιατί εκτός από τον μεζέ, την παρέα και την κουβέντα, το ούζο το συνοδεύουν και οι εικόνες. Τα χταπόδια που λιάζονταν κρεμασμένα με φόντο την θάλασσα, στη Πλάκα της Νάξου. Τις Γούνες στα κάρβουνα στο λιμανάκι της Αντιπάρου. Ο Μόλυβος φωτισμένος στα πόδια σου κάτω από το κάστρο. Το ουζάδικο του Ξηντάρη  στη κορυφή του βράχου της Σκοπέλου. Η Ρωμαϊκή Αγορά λουσμένη στο Αττικό φως, από τους Διόσκουρους. Και φυσικά ο κυρ Ηλίας στο πλάι του Πεδίου.

Το ούζο είναι κομμάτι της ψυχής μας. Εκείνο το ρέμπελο, το ελεύθερο κομμάτι που μοιραζόμαστε με την παρέα. Είναι κομμάτι του ελληνικού καλοκαιριού, συνυφασμένο με το άσπρο των σπιτιών που αντανακλά το φως του ήλιου και το γαλάζιο της θάλασσας. Με την αλμύρα και τις γεύσεις που δίνει αυτή η γη. Και το άρωμα του γλυκάνισου. Αντε στη υγεία μας.

Sunday, August 12, 2012

Ο ΜΠΟΓΟΣ


Πάντα του άρεσε να ταξιδεύει με το τρένο. Όταν λοιπόν κατέβαινε στο χωριό για να δει τους δικούς του, γύριζε με το τρένο. Ειδικά τώρα που η βενζίνη είχε φτάσει στα ύψη, χώρια τα διόδια. Είχε βέβαια να κουβαλάει το μπόγο με τα φιλέματα αλλά «τι να κάνεις εκεί μας έφτασαν οι προδότες πολιτικοί» σκεφτόταν. 

Το μεγάλο πρόβλημα δεν ήταν, όμως ο μπόγος που κουβάλαγε. Το πρόβλημα ήταν, όλες αυτές οι μαυριδερές κατσαρίδες που ταξίδευαν μαζί του. Αυτοί οι λαθραίοι που κατέβαιναν από τον Εβρο με τους ίδιους μπόγους σαν τον δικό του. Παράσιτα που ήταν υπεύθυνα, για όλα τα δεινά των καιρών μας. Βίαζαν έκλεβαν σκότωναν, πούλαγαν ναρκωτικά. 

Δεν ήταν ρατσιστής, άλλωστε στο χωριό είχαν κάτι Πακιστανούς, χρόνια τώρα που δούλευαν στα χωράφια και πρόσεχαν τους γέρους. Ποιος άλλος θα το έκανε, όταν όλοι οι νέοι είχαν μετακομίσει στις πόλεις, διορισμένοι οι περισσότεροι, σαν τον ίδιο, στο Δημόσιο; 

Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Επρεπε ο Ξένιος Δίας να είχε μπει σε εφαρμογή, χρόνια τώρα. Και δεν καταλάβαινε γιατί κάποιοι αντιδρούσαν. Όπως τότε, Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Μια ομάδα ΔΙΑΣ κυνηγούσε ένα μαυριδερό, με καμιά εικοσαριά μαϊμούδες τσάντες περασμένες στα μπράτσα. Η μηχανή είχε ανέβει το πεζοδρόμιο και όταν τον πλησίασε, αυτός που καθόταν πίσω από τον οδηγό, άπλωσε το πόδι. Τον βρήκε λίγο πιο κάτω από την μέση. Ο μαύρος έπεσε θεαματικά στις πλάκες. Το πρόσωπό του γέμισε αίματα. Οι τσάντες σκορπίστηκαν στο πεζοδρόμιο.
Γέλασε και ήταν έτοιμος να χειροκροτήσει και να δώσει συγχαρητήρια στα παλληκάρια. Ομως συνειδητοποίησε ότι οι περαστικοί που μαζεύτηκαν αμέσως, δεν είχαν την ίδια διάθεση. Ταυτόχρονα, έφτασαν στο σημείο άλλες τρεις μηχανές και οι αναβάτες σχημάτισαν κλοιό γύρω από τον μαύρο που ήταν σωριασμένος κάτω και δεν κουνιόταν. Δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει, να του δώσει λίγο νερό. Κάποιος σήκωσε το κινητό να τραβήξει φωτογραφίες. Τον απείλησαν με σύλληψη. Στις εκλύσεις για να καλέσουν ασθενοφόρο, απαντούσαν ότι ο μαύρος κάνει θέατρο, απλώς άνοιξε η μύτη του. Οταν άρχισαν σχεδόν όλοι να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται, εδέησαν να αφήσουν μια κοπέλα να του δώσει λίγο νερό και να τον βοηθήσει  να ανασηκωθεί.  Πραγματικά δεν τους καταλάβαινε όλους αυτούς, μα δεν αγαπούσαν την πατρίδα; Αχάριστοι.

Βυθισμένος σ’ αυτές τις σκέψεις, ούτε κατάλαβε πως έφτασαν στον σταθμό Λαρίσης. Κατέβηκε φορτωμένος τον μπόγο και κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινουπόλεως, όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητο. Γύρω του οι μαυριδερές κατσαρίδες σχεδόν έτρεχαν. Δεν κατάλαβε γιατί. Σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε τα μαύρα t-shirt με τα χρυσά γράμματα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Δευτερόλεπτα πριν νιώσει το άρβυλο λίγο κάτω από την μέση του και σωριαστεί με τη μούρη στο πεζοδρόμιο, άκουσε μια καμπάνα να κτυπά.
Ο μπόγος φταίει γαμώτο και οι πολλές ώρες ξάπλα στον ήλιο, σκέφτηκε