Sunday, March 24, 2013

ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ


Η σχέση του με τον καθρέπτη του μπάνιου, άρχισε να χαλάει, από τότε που ανακάλυψε την πρώτη άσπρη τρίχα στον αριστερό του κρόταφο.  Μέχρι τότε, απολάμβανε κάθε στιγμή, μπροστά στο μεγάλο, φωτεινό καθρέπτη. Ηταν μια συνήθεια που είχε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Ότι ώρα και να σηκωνόταν από το κρεβάτι, πάντα έπρεπε να τον επισκεφθεί και να σταθεί μπροστά του, κοιτάζοντας τον αγέρωχα.

Του άρεσε αυτό που έβλεπε. Τον ναρκισσισμό, την ελευθερία, την αυθάδεια, την ομορφιά και την αλαζονεία της νιότης του. Ολα αυτά τα σκίασε  μια μικρή ασήμαντη γκρίζα τρίχα. Σιγά σιγά στο καθρέπτη έριχνε κλεφτές ματιές, μέχρι που τον ξέχασε τελείως, άλλη μια  μικρή αμαρτία που έπνιξε η καθημερινή ρουτίνα, όπως απειλούσε να τον πνίξει και τον ίδιο, χωρίς να το καταλάβει.

Την ασφυξία όμως, άρχισε να την νιώθει. Τώρα σηκωνόταν αρκετά πιο νωρίς απ’ ότι έπρεπε. Κλεινόταν στο μπάνιο και στεκόταν μπροστά στο καθρέπτη ώρα πολύ. Προσπαθούσε να δει, για μια ακόμα φορά το είδωλό του, εκείνο το ξεχασμένο. Αναμνήσεις του έδειχνε ο καθρέπτης, από μια άλλη ζωή που τώρα πια μετά βίας πίστευε ότι ήταν η δικιά του. Και κάθε τόσο τον πλήγωνε περισσότερο.

Σμηνίας σε κλιμάκιο στη Καλαμάτα. Φιλαράκι του έσκασε το παραμύθι ότι στη Διασπορά υπήρχε ντισκοτέκ, πίστα κανονική, με φώτα και έναν σμηνίτη που έκανε τον dj.

-Πάμε ρε, έχει και γκομενάκια, τις κόρες των γαλονάδων. Που νομίζεις ότι μπορούν να πάνε; Στην μέση του πουθενά είναι η Διασπορά. Πάμε ρε θα μας χώσει μέσα ο δικός μου.

Και πήγαν και αν δεν είχαν πάρει εκείνο το μπουκάλι την βότκα, θα είχε πεθάνει από την βαρεμάρα. Κυρίες με τα κόκκινα χείλη κλόουν και τα λαμέ φορέματα που νόμιζες ότι θα εκραγούν από τη πίεση, δίπλα στο πάτερ φαμίλια και τα βλαστάρια τους.

-Ρε τι δουλεία έχουμε εμείς εδώ; Του γρύλισε.

 Μέχρι που μείναμε μόνοι. Οι δυο τους, τα μικρά που χαχάνιζαν απέναντι και ο κακομοίρης πίσω από τα πικ απ που του είχαν τελειώσει οι επιτυχίες της εποχής και άρχισε να τις παίζει από την αρχή. Τότε το τόλμησε. Τον πλησίασε με ένα πλαστικό ποτήρι γεμάτο με βότκα και του φώναξε στο αυτί.

-Αδελφέ βάλε κάτι, οτιδήποτε, πνίγομαι.

Μυστική παραγγελιά και τα μεγάφωνα τ’ αναγγείλανε,  καθώς ξεχύθηκε με τις μπάντες το «Αστέρι της Λεωφόρου». Και βρέθηκε να φορά ξανά,  το φαρδύ άσπρο πουκάμισο και το ξεβαμμένο τζιν. Τα μαλλιά του γίνανε χαίτη λιονταριού, αόρατες κιθάρες και ντραμς, φώτα πολύχρωμα και για μια στιγμή βρέθηκε στη πίστα  της Victoria. Μόνο που ήταν μόνος. Χόρευε και τιναζόταν στον αέρα, Σαμάνος του μεγάλου Μανιτού. Σχεδόν ευχόταν να πεθάνει εκείνη την στιγμή, ολοκαύτωμα, παρά να ξεθωριάσει στο πέρασμα του χρόνου.

Και να τώρα μπροστά στο καθρέπτη του μπάνιου που τον χλεύαζε χειρότερα από κάθε φορά, γιατί ταίριαξε τελικά, αυτός ο αταίριαστος. Νομοταγής πολίτης, με γυναίκα και παιδί κι αφεντικό. Πολλά αφεντικά. Νοικοκυραίος.

Η γροθιά σηκώθηκε και προσγειώθηκε στο κέντρο του καθρέπτη. Μα αυτό που είδε, τον πόνεσε περισσότερο από το ματωμένο χέρι του. Ο καθρέπτης ράγισε σαν ιστός αράχνης και πολλαπλασίασε το είδωλό του.

Ανοιξε την εξώπορτα και έφυγε.