Wednesday, June 05, 2013

ΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΤΗΣ ΜΑΤΙΑ - ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΧΑΖΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Την γνώρισε στο Dada, τότε που όπως και η Πλατεία προσπαθούσε να ενηλικιωθεί και να κερδίσει την ανεξαρτησία του. Ηρθε και στάθηκε πλάι του, στην άκρη της μπάρας. Ισως γιατί δεν υπήρχε πουθενά αλλού χώρος, ίσως πάλι όχι. Αυθόρμητα είπε μεγαλόφωνα την ατάκα του ταλαίπωρου Ρωμαίου λεγεωνάριου από τον Αστερίξ «Καταταχτείτε μας έλεγαν. Καταταχθείτε» την στιγμή που έτσι στριμωγμένη προσπαθούσε να πιεί μια γουλιά από το ποτό της. Πνίγηκε από τα γέλια και η γουλιά κατέληξε επάνω του. Τότε για πρώτη φορά είδε τα γαλάζια της μάτια να χαμογελάνε, λαμπυρίζοντας. Ηξερε εκείνη την στιγμή ότι αυτή η ματιά θα τον σημαδεύσει για πάντα. Αγάπησε αυτόματα το χλωμό της δέρμα, τα ξανθιά κοντά μαλλιά της, το φουλάρι στο καρπό της, το στενό ξεπλυμένο τζιν και το αμάνικο μπλουζάκι της. Με το ζόρι συγκρατήθηκε να μη σκύψει να σκουπίσει με τα χείλη του, τα χείλη της από το ποτό.
Τελείωνε τον επόμενο χρόνο την Παιδαγωγική ενώ αυτός σε δύο εβδομάδες έφευγε για Πάτρα, φοιτητής πια.

Την ξανασυνάντησε λίγες ημέρες μετά στο ίδιο μέρος. Καιγόταν για ένα σημάδι της ότι δεν ήταν μια τυχαία συνάντηση στο μπαρ. Δεν το είδε ή δεν το κατάλαβε. Κατάφερε όμως και της έδωσε, την διεύθυνση του στη Πάτρα.
Όταν την είδε να έρχεται από μακριά, στη Πλαζ, στη Πάτρα, δεν πίστευε στα μάτια του. Προσπαθούσε να καταλάβει τι και πως, μέχρι να φτάσει κοντά του. Όταν όμως είδε πάλι τα γαλάζια μάτια της να λαμπυρίζουν ένιωσε πως τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Ηταν εκεί.
Από το δωμάτιο βγήκαν αργά το απόγευμα της επομένης ημέρας, εξουθενωμένοι. Για ένα εικοσιτετράωρο ήταν η Δασκάλα του στο πιο γλυκό μάθημα που είχε ποτέ.

Από τότε η ζωή του μοιραζόταν σε Πάτρα και εκείνη την γκαρσονιέρα στη Βαλτετσίου, κοντά στη Πλατεία που λίγο λίγο αγρίευε. Κι εκείνη ταξίδευε συχνά στη Πάτρα για να τον συναντήσει. Πάντα απροειδοποίητα. Δεν του έκανε εντύπωση λοιπόν όταν την είδε να κάθεται στο κρεβάτι όταν γύρισε δύο χρόνια σχεδόν μετά, αργά από την σχολή. Κρατούσε όμως ένα ροζ χαρτάκι και το έπαιζε νευρικά στα δάχτυλά της. Ενιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Το ήξερε αυτό το χαρτάκι. Εγραφε «Κάθε φορά που θα λείπεις από το σπίτι θα χάνεις κάτι». Του το είχε ρίξει κάτω από την πόρτα, η Ειρήνη από την μεγάλη εκδρομή της Σχολής στη κεντρική Ευρώπη. Το είχε κρατήσει βλακωδώς, τρόπαιο, στο συρτάρι του κομοδίνου του. Προσπάθησε να της εξηγήσει. Δεν είχε καμιά σημασία για αυτόν. Μια ανόητη περιπέτεια. Εφταιγε το ποτό, η εκδρομή, το γεμάτο φεγγάρι. Βλακείες που λένε σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι άνδρες.

Δεν αντέδρασε καθόλου. Του ζήτησε μάλιστα συγγνώμη που άνοιξε το συρτάρι, ψάχνοντας για ένα στυλό. Στο τέλος εκείνου του καλοκαιριού, κατάλαβε γιατί. Γυρίζοντας από τις διακοπές στο χωριό της προσπάθησε, ματαία, να βρει τη λάμψη στα γαλάζια της μάτια που έχασε εκείνη την βραδιά. Προσπάθησε με νάζι να την πειράξει, ρωτώντας την αν είχε γνωρίσει κάποιον στις διακοπές. Την άκουσε να λέει «ναι αλλά δεν σήμαινε τίποτα. Μια ανόητη περιπέτεια. Εφταιγε το ποτό και το Αυγουστιάτικο φεγγάρι».

Εφυγε χωρίς να πει λέξη. Ένιωθε ότι τον πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα αλλά δεν ήταν σίγουρος. Ποτέ δεν ήταν με αυτή τη γυναίκα.

Τελείωνε η αναβολή του και μαζί τα χρόνια του κρασιού και των ρόδων. Καθημερινά σχεδόν τριγύριζε στα στέκια της Πλατείας που όπως κι αυτός, είχε χάσει πια την αθωότητα της. Την συνάντησε στο Dada πάλι. Μόνο που αυτή την φορά ήταν σχεδόν μόνοι στη μεγάλη μπάρα. Ξημέρωνε όταν μπήκε για τελευταία φορά στη γκαρσονιέρα της Βαλτετσίου.
Ηρθε και στο πρώτο επισκεπτήριο στη Τρίπολη. Τα γαλάζια της μάτια ήταν θλιμμένα, όσο κι αν ήθελε να το κρύψει. Πενθούσαν το έρωτα που έσβηνε, την πρώτη νιότη που έφευγε.

Είχαν περάσει αρκετά χρόνια. Δεν ρώταγε κοινούς γνωστούς να μάθει νέα της. Μάτωνε. Είχε προχωρήσει πια. Ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Πίστευε ότι δεν θα τα ξαναδεί να λαμπυρίζουν και να χαμογελάνε, σχεδόν είχε ξεχάσει την αίσθηση.

Είχε ανέβει το πρώτο σκαλί στο λεωφορείο όταν άκουσε το όνομά του και γύρισε. Ηταν εκεί μπροστά του και αυτή τη φορά γελούσαν και ήταν πιο φωτεινά από κάθε άλλη φορά. Για δευτερόλεπτα έμεινε εκεί αμήχανος, όπως στην παραλία που την είχε δει να έρχεται, απροειδοποίητα για άλλη μια φορά. Ψέλλισε «τι κάνεις;» και έκανε μια αδιόρατη κίνηση να κατέβει. Την ίδια στιγμή τον ακούμπησε στον ώμο η αρραβωνιαστικιά του και ένιωσε μια αλυσίδα που είχε στην άκρη της μια τεράστια σιδερένια μπάλα, να τεντώνεται. Εμεινε εκεί, στο πρώτο σκαλί, να την κοιτάει ίσια στα γαλάζια μάτια της, ακόμα κι όταν έκλεισε μπροστά του, η πόρτα και το λεωφορείο άρχισε να κινείται. Σ’ αγαπώ. Για πάντα, είπε άφωνα ενώ εκείνη ακολουθείσαι το κινούμενο λεωφορείο για μερικά μέτρα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Το είδε; το κατάλαβε; δεν έμαθε ποτέ.

Όταν χώρισε έμοιαζε να είχε βγει από μια τεράστια φάκα. Προσπάθησε να βρει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει κάποια στιγμή. Αδικος κόπος. Το Dada είχε καεί εδώ και καιρό και η Πλατεία του έμοιαζε άγνωστη. Αρχισε να ρωτάει για εκείνη. Ναι είχε παντρευτεί ένα Γερμανό απ’ αυτούς που έρχονται για διακοπές και μένουν για πάντα. Είχε ζήσει μόνη της δύο χρόνια στην Αργεντινή. Είχε δύο κόρες και ήταν υπερπροστατευτική, ποιος θα τα έλεγε αυτό για ‘κείνη.

-Και όχι ρε δεν θέλει να πιείτε καφέ
-Γιατί ρε, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Τι φοβάται;
-Δεν φοβάται εσένα, τον εαυτό της φοβάται.

Friday, May 31, 2013

ΤΑ ΜΑΓΝΗΤΑΚΙΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ

Η θεία μου, ακόμα διηγείται πως ο εισπράκτορας του λεωφορείου για Σκαραμαγκά, επέμενε να πληρώσω εισιτήριο, γιατί, τότε μπόμπιρας ούτε τεσσάρων, είχα στα πόδια μου ανοιχτό το Μίκυ Μάους. Ημουν τόσο απορροφημένος που υπέθεσε, δίκαια ότι διάβαζα. Ασχετα, αν εγώ το είχα μάθει απέξω, μια που μόλις κυκλοφορούσε, Παρασκευή αν δεν κάνω λάθος, φορτωνόμουν σε κάθε συγγενή για να μου το διαβάσει. Και ήταν αρκετοί στο δίπατο σπίτι μας. Μάλιστα είχα έτοιμη την ατάκα αν αντιμετώπιζα άρνηση, με την δικαιολογία:

-Μα δεν στο διάβασε ο πατέρας σου;
-Ας τον αυτόν. Εσύ μου το διαβάζεις καλύτερα.

Εφημερίδα και περιοδικά δεν έλειπαν ποτέ από το σπίτι, η τηλεόραση δεν είχε ακόμα υπερισχύσει ολοκληρωτικά. Ετσι από τα παιδικά κόμικς, η μετάβαση σ΄ αυτά, έγινε σχετικά γρήγορα. Εφηβος πια, μια από τις μικρές απολαύσεις μου, ήταν να αγοράζω εφημερίδα, μετά από το εφτάωρο στο Ζάννειο και να την ξεκοκαλίζω στα τρία τέταρτα και βάλε, της διαδρομής, μέχρι το σπίτι μου.
Η εφημερίδα ήταν το παράθυρό μου στο κόσμο. Κάθε στήλη έλεγε μια ιστορία. Και το πιο γοητευτικό ήταν ότι αυτές οι ιστορίες ήταν πραγματικές. Δεν αφορούσαν ανθρώπους που είχε πλάσει η φαντασία κάποιου συγγραφέα αλλά υπαρκτοί που μπορούσαν να ζουν σε μια μακρινή ήπειρο κι όμως έμοιαζε, να είναι δίπλα σου.

Αυτές τις ιστορίες, δεν μου έκανε καρδιά να τις πετάξω την επόμενη ημέρα. Κάποιες, τις άξιζε να ζήσουν παραπάνω απ’ ότι θα επέτρεπε ο διευθυντής της εφημερίδας. Εφτιαξα λοιπόν ένα τεράστιο ξύλινο πίνακα, ας πούμε ανακοινώσεων, με αφρολέξ που έντυσα με ένα κυπαρισσί βελούδο.
Εκεί βρήκαν θέση τα αγαπημένα μου αποκόμματα, από ηρωικές διασώσεις, απίστευτα συμβάντα, φωτογραφίες από παράξενα φωτεινά αντικείμενα στον ουρανό, γελοιογραφίες, ανδραγαθήματα του Χατζηπαναγή και του Σαραβάκου. Παρέα με εισιτήρια και αφισσέτες συναυλιών, κονκάρδες και στίχους τραγουδιών. Εκεί καρφίτσωσα το Σ’ ΑΓΑΠΩ και το ταξίδι στην Ιταλία. Εκεί και την ανεπανάληπτη φωτογραφία του οκτάχρονου γιου μας, σε κάθισμα βαθύ, να προσπαθεί να διαλέξει κόμιξ από το σταντ έξω από το βιβλιοπωλείο στην Αντίπαρο, Αύγουστο, λουσμένος στο φως.

Πως με κατάφερες και ο πίνακας πήγε στην αποθήκη; Τον άλλαξες με μια χούφτα μαγνητάκια στο ψυγείο που τώρα πια κρατούσαν λογαριασμούς που έπρεπε να πληρωθούν και την λίστα του σούπερ μάρκετ. Τα μίσησα αυτά τα μαγνητάκια κι ας τα είχες διαλέξει με άποψη και γούστο, ήταν το πρώτο που ξεφορτώθηκα όταν χωρίσαμε.

Τον πίνακα τον ξέθαψα αλλά δεν ήταν πια αυτός που ήξερα. Τώρα πια, έχω κι εγώ τον τοίχο μου στο facebook, εδώ και καιρό και ποστάρω ότι μου κινήσει το ενδιαφέρον στο χάος του διαδικτύου. Ευφάνταστα σχόλια και like. Γράφω και εφήμερες ατάκες στο twitter και γελάω με αυτές των άλλων.

Γιατί όμως παραπονιέμαι; Τον πίνακα τον έβλεπαν ελάχιστοι. Τώρα έχω ξεπεράσει τους εκατό «φίλους». Followers σε μια ζωή εικονική.
Μάλλον γι’ αυτό

Sunday, March 24, 2013

ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ


Η σχέση του με τον καθρέπτη του μπάνιου, άρχισε να χαλάει, από τότε που ανακάλυψε την πρώτη άσπρη τρίχα στον αριστερό του κρόταφο.  Μέχρι τότε, απολάμβανε κάθε στιγμή, μπροστά στο μεγάλο, φωτεινό καθρέπτη. Ηταν μια συνήθεια που είχε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Ότι ώρα και να σηκωνόταν από το κρεβάτι, πάντα έπρεπε να τον επισκεφθεί και να σταθεί μπροστά του, κοιτάζοντας τον αγέρωχα.

Του άρεσε αυτό που έβλεπε. Τον ναρκισσισμό, την ελευθερία, την αυθάδεια, την ομορφιά και την αλαζονεία της νιότης του. Ολα αυτά τα σκίασε  μια μικρή ασήμαντη γκρίζα τρίχα. Σιγά σιγά στο καθρέπτη έριχνε κλεφτές ματιές, μέχρι που τον ξέχασε τελείως, άλλη μια  μικρή αμαρτία που έπνιξε η καθημερινή ρουτίνα, όπως απειλούσε να τον πνίξει και τον ίδιο, χωρίς να το καταλάβει.

Την ασφυξία όμως, άρχισε να την νιώθει. Τώρα σηκωνόταν αρκετά πιο νωρίς απ’ ότι έπρεπε. Κλεινόταν στο μπάνιο και στεκόταν μπροστά στο καθρέπτη ώρα πολύ. Προσπαθούσε να δει, για μια ακόμα φορά το είδωλό του, εκείνο το ξεχασμένο. Αναμνήσεις του έδειχνε ο καθρέπτης, από μια άλλη ζωή που τώρα πια μετά βίας πίστευε ότι ήταν η δικιά του. Και κάθε τόσο τον πλήγωνε περισσότερο.

Σμηνίας σε κλιμάκιο στη Καλαμάτα. Φιλαράκι του έσκασε το παραμύθι ότι στη Διασπορά υπήρχε ντισκοτέκ, πίστα κανονική, με φώτα και έναν σμηνίτη που έκανε τον dj.

-Πάμε ρε, έχει και γκομενάκια, τις κόρες των γαλονάδων. Που νομίζεις ότι μπορούν να πάνε; Στην μέση του πουθενά είναι η Διασπορά. Πάμε ρε θα μας χώσει μέσα ο δικός μου.

Και πήγαν και αν δεν είχαν πάρει εκείνο το μπουκάλι την βότκα, θα είχε πεθάνει από την βαρεμάρα. Κυρίες με τα κόκκινα χείλη κλόουν και τα λαμέ φορέματα που νόμιζες ότι θα εκραγούν από τη πίεση, δίπλα στο πάτερ φαμίλια και τα βλαστάρια τους.

-Ρε τι δουλεία έχουμε εμείς εδώ; Του γρύλισε.

 Μέχρι που μείναμε μόνοι. Οι δυο τους, τα μικρά που χαχάνιζαν απέναντι και ο κακομοίρης πίσω από τα πικ απ που του είχαν τελειώσει οι επιτυχίες της εποχής και άρχισε να τις παίζει από την αρχή. Τότε το τόλμησε. Τον πλησίασε με ένα πλαστικό ποτήρι γεμάτο με βότκα και του φώναξε στο αυτί.

-Αδελφέ βάλε κάτι, οτιδήποτε, πνίγομαι.

Μυστική παραγγελιά και τα μεγάφωνα τ’ αναγγείλανε,  καθώς ξεχύθηκε με τις μπάντες το «Αστέρι της Λεωφόρου». Και βρέθηκε να φορά ξανά,  το φαρδύ άσπρο πουκάμισο και το ξεβαμμένο τζιν. Τα μαλλιά του γίνανε χαίτη λιονταριού, αόρατες κιθάρες και ντραμς, φώτα πολύχρωμα και για μια στιγμή βρέθηκε στη πίστα  της Victoria. Μόνο που ήταν μόνος. Χόρευε και τιναζόταν στον αέρα, Σαμάνος του μεγάλου Μανιτού. Σχεδόν ευχόταν να πεθάνει εκείνη την στιγμή, ολοκαύτωμα, παρά να ξεθωριάσει στο πέρασμα του χρόνου.

Και να τώρα μπροστά στο καθρέπτη του μπάνιου που τον χλεύαζε χειρότερα από κάθε φορά, γιατί ταίριαξε τελικά, αυτός ο αταίριαστος. Νομοταγής πολίτης, με γυναίκα και παιδί κι αφεντικό. Πολλά αφεντικά. Νοικοκυραίος.

Η γροθιά σηκώθηκε και προσγειώθηκε στο κέντρο του καθρέπτη. Μα αυτό που είδε, τον πόνεσε περισσότερο από το ματωμένο χέρι του. Ο καθρέπτης ράγισε σαν ιστός αράχνης και πολλαπλασίασε το είδωλό του.

Ανοιξε την εξώπορτα και έφυγε.