Wednesday, December 26, 2012

ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ ΣΕ ΓΥΑΛΙΝΟ ΘΟΛΟ



Στο πατρικό μου, το σαλόνι άνοιγε τις γιορτινές ημέρες, για να δεχτεί συγγενείς και φίλους. Τότε ήταν που δίπλωνε η τετράφυλλη πόρτα και ένωναν τα δύο δωμάτια, για να χωρέσει το τεράστιο τραπέζι που φτιαχνόταν, με άλλα δύο πτυσσόμενα.

Τραπέζι φορτωμένο με τα πιάτα της Μικρασίας, παρόμοιο με αυτά που είδα και δάκρυσα, χρόνια μετά, στη ταινία Πολίτικη Κουζίνα.
Εκεί στολίζαμε το Χριστουγεννιάτικο Δένδρο, μπροστά στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο.
Εκεί που τις Απόκριες το άδειαζαν από έπιπλα και σήκωναν το χαλί για να χορέψουν.

Ολο τον υπόλοιπο χρόνο, έμενε κλειστό και στολισμένο. Στη γωνία, ανάμεσα στη πολυθρόνα και το καναπέ, πάνω σε μια ροτόντα, με μαρκετερί στο καπάκι που είχε φτιάξει ο πατέρας μου, σε στιγμές καλλιτεχνικού οίστρου, βρισκόταν το πιο αγαπημένο αντικείμενο των παιδικών μου χρόνων. 
Ενας μικρός, μακρόστενος, γυάλινος θόλος, με μια χρυσή μεταλλική βάση. Στο κέντρο υπήρχε ένα ρολόι και δίπλα του, στεκόταν στις μύτες των ποδιών της, μια μικρούλα μπαλαρίνα, ντυμένη με άσπρη, φουσκωτή, μακριά φούστα, με χρυσοκέντητα αστέρια. Το υπόλοιπο κορμί της γυμνό. Μόνο οι δύο τιράντες που συγκρατούσαν τη φούστα, κάλυπταν το μικροσκοπικός της στήθος.
Κάθε φορά που το ρολόι λειτουργούσε σαν ξυπνητήρι, η μουσική από κάποιοι Βιεννέζικο βαλς, ακουγόταν και η μπαλαρίνα ξεκινούσε την παράστασή της. Στροβιλιζόταν στο ρυθμό, άλλοτε αργά και άλλοτε πιο γρήγορα και αναπηδούσε με τρόπο που τα ίσια λεπτά της πόδια κάνανε ψαλιδάκια. Και προς το τέλος του χορού, σ’ ένα κρεσέντο, με μια απότομη στροφή, σου χάριζε ένα εναέριο σπαγκάτο. Ωρες ατελείωτες, πιτσιρικάς, καθόμουν και χάζευα την μπαλαρίνα να χορεύει και δεν τολμούσα να το αγγίξω με το φόβο μη το σπάσω. Τόσο εύθραυστο μου φαινόταν.

Αυτό το κομψοτέχνημα, γαμήλιο δώρο προς τους γονείς μου, από μια πλούσια θεία της μάνας μου, έμοιαζε παράταιρο δίπλα στο πεντάφωτο μπρούτζινο κηροπήγιο που δέσποζε στο κέντρο της ροτόντας. Είχα βάλει σκοπό της ζωής μου, κάποια στιγμή, την μικρή μου μπαλαρίνα, να την ελευθερώσω από τον τερατώδη γείτονά της. 

Δεν τα κατάφερα. Όχι τουλάχιστον όπως θα ήθελα. Μια αδέξια κίνηση, δεν θυμάμαι πια, ποιος και τι, έσπασε το γυάλινό της θόλο. Το ρολόι συνέχιζε να δουλεύει και η μπαλαρίνα να χορεύει, όμως τώρα μετακόμισε στο δωμάτιο μου και στόλιζε την βιβλιοθήκη μου, παρέα με τον Ανθρωπο στο Ψηλό Κάστρο και την Πορφυρή Δούλη, δίπλα στο Τορπέντο και τον Κόρτο Μαλτέζ.

Χρόνια μετά μετακόμισε μαζί μου στο νέο μου σπίτι, όπου και την ανακάλυψε ο γιός μου, μωρό ακόμα, με την πιπίλα του να κουνιέται στο ρυθμό της μουσικής και τα μάτια του να ακολουθούν της κινήσεις της μπαλαρίνας. Εγινε δικός της πια. Ξεχωριστό παιχνίδι του. Και σαν τέτοιο είχε τη μοίρα που έχουν συνήθως αυτά τα παιχνίδια. Το ρολόι χάθηκε και η μπαλαρίνα δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Η χρυσή πίστα ξεθώριασε και το μουσικό κουτί σταμάτησε να παίζει. Η πρώην ήθελε να το πετάξει μαζί με άλλα, άχρηστα πια, παιχνίδια του μικρού. 

Την κράτησα και προσπάθησα αρκετές φορές από τότε να ξανακούσω το βαλσάκι. Δεν τα είχα καταφέρει. Η μπαλαρίνα γυρτή πια στεκόταν στο κομοδίνο μου, απομεινάρι της εποχής της αθωότητας. Μέχρι χθες.

Ξημερώματα Χριστουγέννων, ζαλισμένος ακόμα από το αλκοόλ της προηγούμενης νύχτας, προσπάθησα να ανάψω το πορτατίφ. Τα δάκτυλά μου έσπρωξα την μπαλαρίνα και σαν από θαύμα, ξεχύθηκε στο σκοτεινό δωμάτιο εκείνη η εξαίσια μουσική των παιδικών μου χρόνων. Και μαζί ξεχύθηκαν οι αναμνήσεις και ξαναείδα τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου αγκαλιά με την μάνα μου, νέους ωραίους, να χορεύουν αγκαλιά, στο μωσαϊκό του σαλονιού μας.

Για μια μοναδική στιγμή η μπαλαρίνα είχε πάλι τον γυάλινο θόλο της και τα χρυσά αστέρια στο φόρεμά της άστραφταν, καθώς χόρευε ξανά. Και τα δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια μου, πιστέψτε με, ήταν δάκρυα χαράς.