Friday, May 31, 2013

ΤΑ ΜΑΓΝΗΤΑΚΙΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ

Η θεία μου, ακόμα διηγείται πως ο εισπράκτορας του λεωφορείου για Σκαραμαγκά, επέμενε να πληρώσω εισιτήριο, γιατί, τότε μπόμπιρας ούτε τεσσάρων, είχα στα πόδια μου ανοιχτό το Μίκυ Μάους. Ημουν τόσο απορροφημένος που υπέθεσε, δίκαια ότι διάβαζα. Ασχετα, αν εγώ το είχα μάθει απέξω, μια που μόλις κυκλοφορούσε, Παρασκευή αν δεν κάνω λάθος, φορτωνόμουν σε κάθε συγγενή για να μου το διαβάσει. Και ήταν αρκετοί στο δίπατο σπίτι μας. Μάλιστα είχα έτοιμη την ατάκα αν αντιμετώπιζα άρνηση, με την δικαιολογία:

-Μα δεν στο διάβασε ο πατέρας σου;
-Ας τον αυτόν. Εσύ μου το διαβάζεις καλύτερα.

Εφημερίδα και περιοδικά δεν έλειπαν ποτέ από το σπίτι, η τηλεόραση δεν είχε ακόμα υπερισχύσει ολοκληρωτικά. Ετσι από τα παιδικά κόμικς, η μετάβαση σ΄ αυτά, έγινε σχετικά γρήγορα. Εφηβος πια, μια από τις μικρές απολαύσεις μου, ήταν να αγοράζω εφημερίδα, μετά από το εφτάωρο στο Ζάννειο και να την ξεκοκαλίζω στα τρία τέταρτα και βάλε, της διαδρομής, μέχρι το σπίτι μου.
Η εφημερίδα ήταν το παράθυρό μου στο κόσμο. Κάθε στήλη έλεγε μια ιστορία. Και το πιο γοητευτικό ήταν ότι αυτές οι ιστορίες ήταν πραγματικές. Δεν αφορούσαν ανθρώπους που είχε πλάσει η φαντασία κάποιου συγγραφέα αλλά υπαρκτοί που μπορούσαν να ζουν σε μια μακρινή ήπειρο κι όμως έμοιαζε, να είναι δίπλα σου.

Αυτές τις ιστορίες, δεν μου έκανε καρδιά να τις πετάξω την επόμενη ημέρα. Κάποιες, τις άξιζε να ζήσουν παραπάνω απ’ ότι θα επέτρεπε ο διευθυντής της εφημερίδας. Εφτιαξα λοιπόν ένα τεράστιο ξύλινο πίνακα, ας πούμε ανακοινώσεων, με αφρολέξ που έντυσα με ένα κυπαρισσί βελούδο.
Εκεί βρήκαν θέση τα αγαπημένα μου αποκόμματα, από ηρωικές διασώσεις, απίστευτα συμβάντα, φωτογραφίες από παράξενα φωτεινά αντικείμενα στον ουρανό, γελοιογραφίες, ανδραγαθήματα του Χατζηπαναγή και του Σαραβάκου. Παρέα με εισιτήρια και αφισσέτες συναυλιών, κονκάρδες και στίχους τραγουδιών. Εκεί καρφίτσωσα το Σ’ ΑΓΑΠΩ και το ταξίδι στην Ιταλία. Εκεί και την ανεπανάληπτη φωτογραφία του οκτάχρονου γιου μας, σε κάθισμα βαθύ, να προσπαθεί να διαλέξει κόμιξ από το σταντ έξω από το βιβλιοπωλείο στην Αντίπαρο, Αύγουστο, λουσμένος στο φως.

Πως με κατάφερες και ο πίνακας πήγε στην αποθήκη; Τον άλλαξες με μια χούφτα μαγνητάκια στο ψυγείο που τώρα πια κρατούσαν λογαριασμούς που έπρεπε να πληρωθούν και την λίστα του σούπερ μάρκετ. Τα μίσησα αυτά τα μαγνητάκια κι ας τα είχες διαλέξει με άποψη και γούστο, ήταν το πρώτο που ξεφορτώθηκα όταν χωρίσαμε.

Τον πίνακα τον ξέθαψα αλλά δεν ήταν πια αυτός που ήξερα. Τώρα πια, έχω κι εγώ τον τοίχο μου στο facebook, εδώ και καιρό και ποστάρω ότι μου κινήσει το ενδιαφέρον στο χάος του διαδικτύου. Ευφάνταστα σχόλια και like. Γράφω και εφήμερες ατάκες στο twitter και γελάω με αυτές των άλλων.

Γιατί όμως παραπονιέμαι; Τον πίνακα τον έβλεπαν ελάχιστοι. Τώρα έχω ξεπεράσει τους εκατό «φίλους». Followers σε μια ζωή εικονική.
Μάλλον γι’ αυτό