Saturday, November 08, 2014

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

Αυτό το κείμενο με βασανίζει από τότε που είχα μια συζήτηση με τον Νίκο, ένα νέο που γνώρισα σε ένα χαζοπαίχνιδο και ειρωνεία της τύχης, είναι γιος εκπαιδευτικού που δίδαξε στο Ζάννειο, το εξατάξιο πρότυπο γυμνάσιο, από όπου αποφοίτησα, το μακρινό '79.
 Ηταν η αρχή της κρίσης και η κουβέντα είχε φουντώσει, για τις αιτίες που μας έφτασαν σ΄αυτή. Και φτάσαμε στους Δημόσιους. Τεμπελχανάδες, διορισμένοι με ρουσφέτι, ανίκανοι και ευθυνόφοβοι, λαδοπόντικες, λαμόγια του κερατά, υποστήριζα εγώ, καλά παθαίνουν ότι παθαίνουν και λίγα είναι.
Σκέψου, μου είπε τότε αυτός, με αυτό το καταπληκτικό ήρεμο τρόπο του που θαυμάζω, είναι όλοι οι Δημόσιοι έτσι; Δεν είχες κάποιον δάσκαλο, κάποιο καθηγητή που όχι απλά έκανε σωστά την δουλειά του αλλά σου έδωσε κάτι παραπάνω; Γιατί τους τσουβαλιάζεις όλους;

Ντράπηκα. Και φυσικά είχα. Πως το είχα ξεχάσει; Ισως γιατί θεωρούσαν πάντα μέσα μου ότι  δεν ήταν απλώς μια καθηγήτρια.

Στο Ζάννειο πήγα από την δεύτερη, δευτέρα την λέγαμε τότε, τάξη. Λίγο μετά την μεταπολίτευση. Μια εποχή δύσκολη που το μετεμφυλιακό κράτος σιγά σιγά έσβηνε, για να δώσει την θέση του σε μια Νέα, γενναία, Εποχή. Η Γενιά του Πολυτεχνείου, η γενιά του δικού μας καθυστερημένου Μάη, ετοιμαζόταν να πάρει την εξουσία.
Ο Λόγος μας μπασταρδεμένος , παιδί της καθαρεύουσας που σαν κοκότα προσπαθούσε να μιμηθεί την Αρχαία και της πλέριας Δημοτικιάς που άρθρωναν οι γιοι των νικημένων τσαγκάρηδων.
Το ίδιο και οι μουσικές μας. Τα ξεχασμένα ρεμπέτικα των χασικλήδων της Σμύρνης και μετά του Πειραιά, παρέα με τα τραγούδια του Αγώνα και τα ελαφρολαϊκά του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τότε που ανακαλύψουμε τις παραμάνες που "σώζουν την Βασίλισσα".
Και στην οθόνη "τα κουρέλια τραγουδούσαν ακόμα" παρέα με τον Αγγελόπουλο λίγο πριν φτιάξουν την "γλυκιά συμμορία"

Είχα την τύχη να είμαι στο τμήμα της κυρίας Βαρβατσούλη. Ενα τμήμα με λιγότερα από τριάντα αγόρια, για το οποίο ήταν υπεύθυνη και τα έξη χρόνια, κάτι που δεν θα έκανε ποτέ ξανά, όπως μας είχε εξομολογηθεί, μια και το συναισθηματικό φορτίο ήταν μεγάλο, από αυτή την σχέση. Μάλιστα είχε αρνηθεί θέση λυκειάρχη, μόνο και μόνο για να μείνει με τα παιδιά της, όπως μας αποκαλούσε. Και το εννοούσε όταν  έλεγε ότι μας αισθάνεται παιδιά της, μια και δεν μπόρεσε να αποκτήσει δικά της.
Θυμάμαι τότε που κάναμε ομαδική κοπάνα, για να πιούμε καφέ στην ταράτσα του Μινιόν, το λιγότερο που την ένοιαζε ήταν αυτό. Ανησύχησε, όπως θα έκανε κάθε γονιός σε ανάλογη περίπτωση.

 Και είμαι σίγουρος ότι ένιωσε περήφανη για την πρώτη επίσημη "εκδήλωση" που στήσαμε μαζί, για να τιμήσουμε την ημέρα του Πολυτεχνείου στο τελευταίο όροφο του σχολείου. Τότε που είχε παρουσιαστεί με ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο.

Ή τότε που κρεμάσαμε ένα πανό στα κάγκελα που ύψωσαν στην μεσοτοιχία με το ορφανοτροφείο, μη τυχόν και δραπετεύσουμε την ώρα του διαλείμματος.

Για την κυρία Βαρβατσούλη το πρόγραμμα ήταν μια αφορμή, δεν ήταν ο σκοπός. Ηταν η αφορμή για να συζητήσουμε για πράγματα "περίεργα".
Για να μας διδάξει ότι η Αντιγόνη δεν ήταν ένα ακόμα αρχαίο κείμενο αλλά το πρώτο κείμενο που έθετε διλήμματα για τα όρια της εξουσίας, την νομιμότητα, την υπακοή σ' αυτή και την αμφισβήτησή της.
Για να μας γνωρίσει τον Εγγονόπουλο, τον Σεφέρη και τον Ρίτσο.
Για να τολμήσει να μας μιλήσει για τα "απαγορευμένα" του Καβάφη, δείχνοντας κατανόηση στα χασκογελάκια των αδαών εφήβων.

Λίγο καιρό μετά την κουβέντα με τον Νίκο, με κάποιο μαγικό τρόπο, ψάχνοντας στην αποθήκη, ανάμεσα σε παλιά σχολικά βιβλία και τετράδια του γυιού μου, βρήκα ένα μπλε τετράδιο. Το τετράδιο εκθέσεων του '79. Την χρονιά της αποφοίτησης που οι ώρες της έκθεσης, είχαν γίνει πια μόνιμα, ώρες συζήτησης. Ηταν οι ώρες που απολάμβανα.
Σε μια από αυτές, το θέμα ήταν αν θα μέναμε στην Ελλάδα ή θα προσπαθούσαμε να φύγουμε στο εξωτερικό. Ισως γιατί δεν πρόλαβα να μιλήσω, ίσως γιατί δεν ήθελα να τα πω δημόσια, με το θράσος του δεκαοχτάχρονου, κάτω από την έκθεση της ημέρας, της είχα γράψει γιατί ανυπομονούσα να φύγω.

Δεν ήθελα να πολεμήσω, έγραψα, για την χώρα του μπάτσου και του παπά. Του κάθε Καραμήτρου που θεωρεί ότι η κάθε μικρή εξουσία που του παραχωρείτε είναι μέσο επιβολής. Για την χώρα της αναξιοκρατίας που τρώει τα παιδιά της. Δεν είναι αυτή η πατρίδα μου.

Περίμενα την αντίδρασή της για το κείμενο που ακόμα και τότε ήξερα ότι ήταν υπερβολικό και προβοκατόρικο.  Και μου απάντησε γράφοντας με εκείνο το αιώνιο κόκκινο στυλό, κάτω από το κείμενό μου.
Στέφανε εύχομαι να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου. Ομως όπου και να πας να έχεις πάντα στο μυαλό σου ότι σε αυτή την χώρα, εκτός από αυτούς που περιγράφεις, ζουν απλοί άνθρωποι σαν τους γονείς σου. Και για αυτούς αξίζει να πολεμήσεις, από όπου κι αν βρίσκεσαι.
Στο εξωτερικό δεν έφυγα και φυσικά δεν ήταν η αιτία αυτά που μου έγραψε. Ομως τα θυμάμαι πάντα και κατάλαβα για πολλοστή φορά πως η Κυρία Βαρβατσούλη, εκτός όλων των άλλων, αυτό που έδινε απλόχερα ήταν Αγάπη.
Γιαυτό έχει τον απόλυτο σεβασμό μου. Και είμαι σίγουρος ότι δεν είμαι ο μόνος που σκέπτεται έτσι, από την Τάξη του ΄79

Στα μέσα του 90 είχα την τύχη να συμμετέχω στην πρώτη επίσημη συνάντηση των αποφοίτων του Ζαννείου. Η κυρία Βαρβατσούλη ήταν εκεί. Δεν με θυμόταν. Δεν θυμόνταν ούτε το περιστατικό με το τετράδιο εκθέσεων. Φυσικό κι επόμενο ήταν. Από τότε εκατοντάδες παιδιά θα δίδαξε. Εκατοντάδες δικά της παιδιά.
Την είδα ξανά πριν μερικές εβδομάδες 35 χρόνια μετά. Ηταν το ίδιο ακμαία και με την ίδια λάμψη στα μάτια. Και για μια ακόμα φορά σκέφτηκα πόσο δίκιο είχε ο Νίκος.

Saturday, April 19, 2014

ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Γεννήθηκα στα προσφυγικά που έκτισε ο Βενιζέλος, στις δύο πλευρές της Ιεράς Οδού που ακολουθούσε η πομπή των Παναθηναίων, για να καταλήξει στον Παρθενώνα. Πέρα από το ποτάμι, δίπλα στο Μπαρουτάδικο.
Εκεί κατέληξε το νεαρό ζευγάρι από την Σμύρνη, μετά από περιπέτειες που θα ήθελε να είχε γράψει, η Διδώ Σωτηρίου. Οι γονείς της μάνας μου.

Πρόσφυγας ήταν και ο πατέρας του πατέρα μου, οικονομικός αυτός. Η φτώχεια τον έστειλε μικρό, στη γέφυρα του Πουλόπουλου, από τα Θερμιά.
Ετσι εγώ χωριό δεν γνώρισα. Μεγάλωσα κι αγάπησα αυτή την μεγάλη πόλη και την βοή της.

Για αρκετά χρόνια, πιτσιρικάς του Δημοτικού, οι γονείς μου με έστελναν για Πασχαλινές διακοπές, στην “εξωτική” Ηλιούπολη, του τέλους της δεκαετίας του εξήντα. Στο σπίτι που έμενε η γιαγιά μου με τις αδελφές του πατέρα μου. Κι ο θειός μου, ο λεβεντάθρωπος από την Αμαλιάδα, με το μουστάκι αλά Παπαδόπουλου που είμαι σίγουρος ότι το είχε για να τιμήσει τον δικτάκτορα, αν και δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Ηταν βλέπετε υπαξιωματικός στη Αεροπορία.

Από το Σάββατο του Λαζάρου κι όλη την Μεγαλοβδομάδα, ζούσα όλο το τελετουργικό που απαιτούν αυτές οι ημέρες. Συνήθειες παλιές, μπολιασμένες με τον αστικό τρόπο ζωής, εκείνης της εποχής.
Νηστεία και κάθε απόγευμα να παίζουν και τα δύο κανάλια την λειτουργία της ημέρας.
Μεγάλη Τετάρτη, ο νονός να κλείνει νωρίς το βιβλιοδετείο στη Πλάκα, για να πάμε παρέα στου Μούγερ, για παπούτσια. Και σοκολατένιο κόκορα και λαμπάδα που τότε δεν είχε κρεμασμένα χελονονιτζάκια, ούτε πόκεμον.

Μεγάλη Πεμπτη και το σπίτι γέμιζε θεσπέσιες μυρωδιές, από τα κουλουράκια και τα τσουρέκια που ψήνονταν. Ωρες καθόμουν και κολλούσα χαλκομανίες νερού στα κόκκινα αυγά και προσπαθούσα να διαλέξω το πιο γερό, αυτό που θα έσπαγε όλα τ΄άλλα.
Την επομένη έπρεπε να μου εξηγήσουν για μια ακόμη φορά ότι στο Επιτάφιο δεν ανάβουμε την λευκή λαμπάδα αλλά την άλλη την πένθιμη, αν και το ήξερα πια. Και δεκαετίες μετά, στη Κέρκυρα κατάλαβα γιατί από τότε με είχε γοητεύσει ο ομορφότερος ύμνος. Ω γλυκύ μου Εαρ.
Το Σάββατο νωρίς το απόγευμα ο θειός ετοίμαζε το αρνί και το κοκορέτσι. Αρνί που είχε έρθει από το χωριό πεσκέσι. Χάζευα με πόση μαεστρία πέρναγε την σούβλα και το έδενε, αλατοπιπερώνοντας συνέχεια. Και πως το έβαζε όρθιο, ανάποδα για να στραγγίξει.
Χρόνια μετά, θυμόμουν το πως και σούβλισα και εγώ, το παιδί της πόλης, στη Μάνη, τον οβελία της οικογένειας.
Το βράδυ στο περίβολο της εκκλησίας, η λαμπάδα επιτέλους άναβε, φωτίζοντας τα πρόσωπα. Και ο κήπος της γιαγιάς γέμιζε μυρωδιές από γιασεμί και πασχαλιές. Και ο ακάλυπτος χώρος πίσω από το σπίτι, εκεί που όλη η γειτονιά, από το ξημέρωμα έσκαβε ρηχούς λάκους και άναβε κληματόβεργες, γέμιζε παπαρούνες. Η Περσεφόνη για μια ακόμα φορά, είχε βγει στου Κόσμου το μπαλκόνι.

Μεγαλώνοντας, έπαψα να πηγαίνω στην Ηλιούπολη. Δεν ήμουν πια το μοναδικό παιδί της οικογένειας, δεν ήμουν πια ο Πρίγκηπας. Αρχησα τότε, να ζηλεύω όλους αυτούς που έφευγαν για να κάνουν Πάσχα στο Χωριό. Αρχησε να πλέκεται ένας μύθος στο μυαλό μου που διαλύθηκε πανηγυρικά όταν παντρεύτηκα και απέκτησα κι εγώ χωριό.
Γιατί όλα εκεί έμοιαζαν, μα τίποτα δεν ήταν το ίδιο πια. Παλιά σπίτια βιασμένα από μπετόν και αλουμίνια . Ο ύμνος που λάτρεψε αφόρητα φάλτσος και κλαρίνα με έκο που θα ζήλευε το Γκραντ Κάνιον δίπλα σε σούβλες που τις γύριζαν ηλεκτρικά μοτεράκια. “Αθηναίοι”, επαρχιώτες στην Ομόνοια. Ακόμα και ο μικρός κήπος της γιαγιάς μου, έμοιαζε τεράστιος εκεί.

Τωρά πια ξέρω. Μπορεί ο ακάλυπτος στην Ηλιούπολη να κτίστηκε, όπως και κάθε άλλος ελεύθερος χώρος στη γειτονιά μου και το αρνί να μπαίνει στο φούρνο, πια. Μπορεί λίγοι από τους απογόνους των Μικρασιατών, να μένουν πια εδώ και ο Μούγερ να έχει κλείσει. Μπορεί αυτή την εποχή ο Γολγοθάς, για τους περισσότερους, να μην έχει τελειωμό και η Ανάσταση να αργεί. Ενα όμως είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα έρθει και θα είναι πρώτα, Ανάσταση ψυχής. Δεν γίνεται διαφορετικά.

Καλή Ανάσταση αδέλφια.