Μελαψός, κοντοπόδαρος, αθλητικό κορμί της κατηγορίας «τράβα τα βυζιά σου
να δείξεις μπράτσα». Στρατιωτικό άρβυλο, παντελόνι παραλλαγής, μαύρο
στενό μπλουζάκι που το άλλαζε μόνο Σαββατοκύριακο με αυτό της αγαπημένης
του ομάδας. Διάφανο, πλαστικό του φραπέ, του μπουγατσατζίδικου οι
Μερακλήδες, με μαύρο καλαμάκι, προέκταση του δεξιού βραχίονα.
Στο σχολείο δεν πάταγε συχνά και όποτε το έκανε, ήταν για να πλακώσει τον απουσιολόγο και τα άλλα σπασικλάκια της τάξης. Είχε δύο μεγάλες αγάπες που μπορούσε να δώσει και την ζωή του γι’ αυτές. Την ομάδα και το στρατό. Οτιδήποτε άλλο ήταν άχρηστο, αν όχι άλλο ένα μέσο, χειραγώγησης των αφελών, από την Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Και στα δύο πέτυχε, σχεδόν. Στην κερκίδα ήταν αναγνωρίσιμος, ο Κοντός με τ’ όνομα, στην πρώτη γραμμή κάθε φορά που γινόταν ντου. Αυτό του εξασφάλιζε διαρκείας, άσε που γνώρισε όλη την Ελλάδα, με τις τσάμπα εκδρομές. Είχε πάει και στο εξωτερικό. Από παντού είχε κασκόλ, τρόπαια από τις μάχες με τους οχτρούς. Αρχηγός όμως δεν έγινε ποτέ, εντολές πάντα εκτελούσε.
Ούτε καταδρομέας δεν έγινε ποτέ, έγινε όμως ΕΠΟΠ. Είχε καταφέρει μέχρι τότε, να τη γλυτώσει με λευκό μητρώο, βοήθησε και ένας φίλος, προσθέτοντας στο έντυπο, πέντε εκατοστά στο ύψος. Λαμπρό μέλλον μπροστά του, κάποτε θα γινόταν Αρχιλοχίας.
Στο στρατό έμαθε να αγαπάει την πατρίδα, σχεδόν το ίδιο με την ομάδα. Ονειρευόταν μάχες επικές, όπως αυτές που έδινε στις κερκίδες της αντίπαλης ομάδας, λίγοι εναντίον πολλών.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, πάντοτε με ανδροπαρέες, που και που κατέβαιναν στην γειτονιά με τα κόκκινα λαμπάκια αλλά και πάλι δεν πολυγούσταρε. Κάποτε είχε αναρωτηθεί γιατί αλλά γρήγορα έδιωξε την σκέψη.
Και τώρα τι; Εμαθε ότι πάνε να του κόψουν τον μισθό. Σε ποιον; Σ’ αυτόν που είναι της Ελλάδος φρουρός. Ξέρει όμως ποιοι φταίνε. Και επιτέλους, βρήκε άλλη μια ομάδα που μπορεί να προσφέρει για την πατρίδα.
Κι όταν με το καλό ξεμπερδέψουμε με όλους τους λαθραίους, θα πάρουν σειρά και κάποιοι άλλοι που έχει στο μυαλό του. Και είναι σίγουρος ότι η προσφορά του, αυτή τη φορά, θα αναγνωριστεί και που ξέρεις, ίσως, κάποια στιγμή γίνει κι αυτός βουλευτής.
Και τότε σίγουρα θα ζούμε στη Βαϊμάρη.
Στο σχολείο δεν πάταγε συχνά και όποτε το έκανε, ήταν για να πλακώσει τον απουσιολόγο και τα άλλα σπασικλάκια της τάξης. Είχε δύο μεγάλες αγάπες που μπορούσε να δώσει και την ζωή του γι’ αυτές. Την ομάδα και το στρατό. Οτιδήποτε άλλο ήταν άχρηστο, αν όχι άλλο ένα μέσο, χειραγώγησης των αφελών, από την Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Και στα δύο πέτυχε, σχεδόν. Στην κερκίδα ήταν αναγνωρίσιμος, ο Κοντός με τ’ όνομα, στην πρώτη γραμμή κάθε φορά που γινόταν ντου. Αυτό του εξασφάλιζε διαρκείας, άσε που γνώρισε όλη την Ελλάδα, με τις τσάμπα εκδρομές. Είχε πάει και στο εξωτερικό. Από παντού είχε κασκόλ, τρόπαια από τις μάχες με τους οχτρούς. Αρχηγός όμως δεν έγινε ποτέ, εντολές πάντα εκτελούσε.
Ούτε καταδρομέας δεν έγινε ποτέ, έγινε όμως ΕΠΟΠ. Είχε καταφέρει μέχρι τότε, να τη γλυτώσει με λευκό μητρώο, βοήθησε και ένας φίλος, προσθέτοντας στο έντυπο, πέντε εκατοστά στο ύψος. Λαμπρό μέλλον μπροστά του, κάποτε θα γινόταν Αρχιλοχίας.
Στο στρατό έμαθε να αγαπάει την πατρίδα, σχεδόν το ίδιο με την ομάδα. Ονειρευόταν μάχες επικές, όπως αυτές που έδινε στις κερκίδες της αντίπαλης ομάδας, λίγοι εναντίον πολλών.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, πάντοτε με ανδροπαρέες, που και που κατέβαιναν στην γειτονιά με τα κόκκινα λαμπάκια αλλά και πάλι δεν πολυγούσταρε. Κάποτε είχε αναρωτηθεί γιατί αλλά γρήγορα έδιωξε την σκέψη.
Και τώρα τι; Εμαθε ότι πάνε να του κόψουν τον μισθό. Σε ποιον; Σ’ αυτόν που είναι της Ελλάδος φρουρός. Ξέρει όμως ποιοι φταίνε. Και επιτέλους, βρήκε άλλη μια ομάδα που μπορεί να προσφέρει για την πατρίδα.
Κι όταν με το καλό ξεμπερδέψουμε με όλους τους λαθραίους, θα πάρουν σειρά και κάποιοι άλλοι που έχει στο μυαλό του. Και είναι σίγουρος ότι η προσφορά του, αυτή τη φορά, θα αναγνωριστεί και που ξέρεις, ίσως, κάποια στιγμή γίνει κι αυτός βουλευτής.
Και τότε σίγουρα θα ζούμε στη Βαϊμάρη.