Wednesday, December 26, 2012

ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ ΣΕ ΓΥΑΛΙΝΟ ΘΟΛΟ



Στο πατρικό μου, το σαλόνι άνοιγε τις γιορτινές ημέρες, για να δεχτεί συγγενείς και φίλους. Τότε ήταν που δίπλωνε η τετράφυλλη πόρτα και ένωναν τα δύο δωμάτια, για να χωρέσει το τεράστιο τραπέζι που φτιαχνόταν, με άλλα δύο πτυσσόμενα.

Τραπέζι φορτωμένο με τα πιάτα της Μικρασίας, παρόμοιο με αυτά που είδα και δάκρυσα, χρόνια μετά, στη ταινία Πολίτικη Κουζίνα.
Εκεί στολίζαμε το Χριστουγεννιάτικο Δένδρο, μπροστά στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο.
Εκεί που τις Απόκριες το άδειαζαν από έπιπλα και σήκωναν το χαλί για να χορέψουν.

Ολο τον υπόλοιπο χρόνο, έμενε κλειστό και στολισμένο. Στη γωνία, ανάμεσα στη πολυθρόνα και το καναπέ, πάνω σε μια ροτόντα, με μαρκετερί στο καπάκι που είχε φτιάξει ο πατέρας μου, σε στιγμές καλλιτεχνικού οίστρου, βρισκόταν το πιο αγαπημένο αντικείμενο των παιδικών μου χρόνων. 
Ενας μικρός, μακρόστενος, γυάλινος θόλος, με μια χρυσή μεταλλική βάση. Στο κέντρο υπήρχε ένα ρολόι και δίπλα του, στεκόταν στις μύτες των ποδιών της, μια μικρούλα μπαλαρίνα, ντυμένη με άσπρη, φουσκωτή, μακριά φούστα, με χρυσοκέντητα αστέρια. Το υπόλοιπο κορμί της γυμνό. Μόνο οι δύο τιράντες που συγκρατούσαν τη φούστα, κάλυπταν το μικροσκοπικός της στήθος.
Κάθε φορά που το ρολόι λειτουργούσε σαν ξυπνητήρι, η μουσική από κάποιοι Βιεννέζικο βαλς, ακουγόταν και η μπαλαρίνα ξεκινούσε την παράστασή της. Στροβιλιζόταν στο ρυθμό, άλλοτε αργά και άλλοτε πιο γρήγορα και αναπηδούσε με τρόπο που τα ίσια λεπτά της πόδια κάνανε ψαλιδάκια. Και προς το τέλος του χορού, σ’ ένα κρεσέντο, με μια απότομη στροφή, σου χάριζε ένα εναέριο σπαγκάτο. Ωρες ατελείωτες, πιτσιρικάς, καθόμουν και χάζευα την μπαλαρίνα να χορεύει και δεν τολμούσα να το αγγίξω με το φόβο μη το σπάσω. Τόσο εύθραυστο μου φαινόταν.

Αυτό το κομψοτέχνημα, γαμήλιο δώρο προς τους γονείς μου, από μια πλούσια θεία της μάνας μου, έμοιαζε παράταιρο δίπλα στο πεντάφωτο μπρούτζινο κηροπήγιο που δέσποζε στο κέντρο της ροτόντας. Είχα βάλει σκοπό της ζωής μου, κάποια στιγμή, την μικρή μου μπαλαρίνα, να την ελευθερώσω από τον τερατώδη γείτονά της. 

Δεν τα κατάφερα. Όχι τουλάχιστον όπως θα ήθελα. Μια αδέξια κίνηση, δεν θυμάμαι πια, ποιος και τι, έσπασε το γυάλινό της θόλο. Το ρολόι συνέχιζε να δουλεύει και η μπαλαρίνα να χορεύει, όμως τώρα μετακόμισε στο δωμάτιο μου και στόλιζε την βιβλιοθήκη μου, παρέα με τον Ανθρωπο στο Ψηλό Κάστρο και την Πορφυρή Δούλη, δίπλα στο Τορπέντο και τον Κόρτο Μαλτέζ.

Χρόνια μετά μετακόμισε μαζί μου στο νέο μου σπίτι, όπου και την ανακάλυψε ο γιός μου, μωρό ακόμα, με την πιπίλα του να κουνιέται στο ρυθμό της μουσικής και τα μάτια του να ακολουθούν της κινήσεις της μπαλαρίνας. Εγινε δικός της πια. Ξεχωριστό παιχνίδι του. Και σαν τέτοιο είχε τη μοίρα που έχουν συνήθως αυτά τα παιχνίδια. Το ρολόι χάθηκε και η μπαλαρίνα δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Η χρυσή πίστα ξεθώριασε και το μουσικό κουτί σταμάτησε να παίζει. Η πρώην ήθελε να το πετάξει μαζί με άλλα, άχρηστα πια, παιχνίδια του μικρού. 

Την κράτησα και προσπάθησα αρκετές φορές από τότε να ξανακούσω το βαλσάκι. Δεν τα είχα καταφέρει. Η μπαλαρίνα γυρτή πια στεκόταν στο κομοδίνο μου, απομεινάρι της εποχής της αθωότητας. Μέχρι χθες.

Ξημερώματα Χριστουγέννων, ζαλισμένος ακόμα από το αλκοόλ της προηγούμενης νύχτας, προσπάθησα να ανάψω το πορτατίφ. Τα δάκτυλά μου έσπρωξα την μπαλαρίνα και σαν από θαύμα, ξεχύθηκε στο σκοτεινό δωμάτιο εκείνη η εξαίσια μουσική των παιδικών μου χρόνων. Και μαζί ξεχύθηκαν οι αναμνήσεις και ξαναείδα τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου αγκαλιά με την μάνα μου, νέους ωραίους, να χορεύουν αγκαλιά, στο μωσαϊκό του σαλονιού μας.

Για μια μοναδική στιγμή η μπαλαρίνα είχε πάλι τον γυάλινο θόλο της και τα χρυσά αστέρια στο φόρεμά της άστραφταν, καθώς χόρευε ξανά. Και τα δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια μου, πιστέψτε με, ήταν δάκρυα χαράς.

Monday, October 15, 2012

ΝΤΥΜΕΝΗ ΜΑΥΡΟ ΒΙΝΥΛΙΟ



Για να την συναντήσω έπρεπε να κατεβώ στο κέντρο, μια εποχή που αυτό έμοιαζε σαν μια μικρή εκδρομή. Επρεπε να στριμωχτώ σε ένα ματρακά που κατ΄ ευφημισμό το ονόμαζαν λεωφορείο και μετά από σχεδόν μια ώρα να φτάσω Ομόνοια. 

Επρεπε να είχα κάνει αιματηρές οικονομίες στο χαρτζιλίκι μου για να μπορέσω να έχω τα χρήματα που απαιτούσε. Και ήταν ακριβή, τότε πολύ ακριβή. Ετσι λοιπόν αυτό το ταξιδάκι μπορούσα να το κάνω, το πολύ μια φορά το μήνα. Το δράμα ήταν όταν άκουγα νέα της, λίγο μετά αφου είχα καταθέσει τον οβολό μου σ’ ένα από τους Ναούς της.

Τα μέρη που σύχναζε ήταν συγκεκριμένα. Το υπόγειο στη γωνία Πανεπιστημίου και Ιπποκράτους, ψηλά στη Σκουφά ή στην αρχή της Σόλωνος. Υπήρχαν και οι ώριμες και μεταχειρισμένες στη στοά στο Μοναστηράκι αλλά όπως και να το κάνεις η νέα έχει ένα μυστήριο που σε προκαλεί να ανακαλύψεις.

Με τους ιδιοκτήτες είχαμε γίνει φίλοι πια. Επρεπε να εξετάσω εξονυχίστηκα το νέο εμπόρευμα, να τους ζητήσω πληροφορίες  και υλικό, για να σιγουρευτώ ότι δεν θα απογοητευτώ μαζί της όταν θα αρχίσει να μου δείχνει τα κάλλη της. Κάποιες φορές μάλιστα, έδειχναν κατανόηση αν μου έλειπαν κάτι λίγα ψιλά, γιατί ήταν συνηθισμένο να υπερβαίνω τον προϋπολογισμό μου, άσε που κάθε τρεις και λίγο ανέβαιναν οι τιμές.

Η βόλτα δεν τελείωνε εκεί. Παρέα πια , έπρεπε να περάσω και από την Πρωτοπορία, για τα το καινούργιο Παραπέντε και για κανένα βιβλίο. Και μετά για καφέ στη πλατεία στα Εξάρχεια, όπου άρχιζε και η πρώτη γνωριμία, για να σπάσει ο πάγος. 

Η πρώτη επαφή μαζί της ήταν αγχωτική και ανυπόμονη, σχεδόν άτσαλη. Στα όρθια. Επρεπε να σιγουρευτώ ότι δεν πήγαν χαμένα χρόνος και χρήμα. Μετά ερχόταν η πραγματική απόλαυση. Με τα φώτα χαμηλά κι ένα ποτήρι ουίσκι άφηνα το μπράτσο να κατέβει απαλά και το ακροδάχτυλο να διατρέξει κάθε σπιθαμή και κάθε καμπύλη του κορμιού της που ήταν ντυμένο με μαύρο βινύλιο. Κι αυτή με αντάμειβε με ήχους και λόγια εξαίσια. Γεμιζα κασσέτες και τις δώριζα, δώρα καρδιάς, για φίλους και αγαπημένες και λέγανε λόγια που δεν μπορούσα να πω, ιδέες που ήταν και δικές μου και αισθήματα που δυσκολευόμουν να εκδηλώσω.

Και κάποτε η Μουσική άλλαξε ένδυμα, κυκλοφόρησε σε λαμέ δισκάκια. Τα εξώφυλλα, έργα τέχνης κάποτε, συρρικνώθηκαν, ώσπου χάθηκαν και τώρα κυκλοφορεί δωρεάν στο διαδίκτυο, ελεύθερη. Αμέτρητες μουσικές γεμίζουν  gigabytes σε μικροσκοπικές συσκευές. Σε ποιότητα που τότε έπρεπε να διαθέτης επαγγελματικό στούντιο για να την γευτείς. Hi Fidelity

Κι όμως ακόμα κάποιες βραδιές γεμίζω το ποτήρι, ξαπλώνω στη πολυθρόνα, με τα τερατώδη ακουστικά στα αυτιά και αφήνω το μπράτσο του Technics να διατρέξει για μια ακόμα φορά ένα βινύλιο, για να ακούσω θεικές μουσικές παρέα με αυτό το χρατς που υπάρχει πια στα καινούργια τραγούδια μόνο σαν εφέ

Saturday, September 08, 2012

ΦΡΑΠΕΔΟΜΑΧΗΤΗΣ

Μελαψός, κοντοπόδαρος, αθλητικό κορμί της κατηγορίας «τράβα τα βυζιά σου να δείξεις μπράτσα». Στρατιωτικό άρβυλο, παντελόνι παραλλαγής, μαύρο στενό μπλουζάκι που το άλλαζε μόνο Σαββατοκύριακο με αυτό της αγαπημένης του ομάδας. Διάφανο, πλαστικό του φραπέ, του μπουγατσατζίδικου οι Μερακλήδες, με μαύρο καλαμάκι, προέκταση του δεξιού βραχίονα.

Στο σχολείο δεν πάταγε συχνά και όποτε το έκανε, ήταν για να πλακώσει τον απουσιολόγο και τα άλλα σπασικλάκια της τάξης. Είχε δύο μεγάλες αγάπες που μπορούσε να δώσει και την ζωή του γι’ αυτές. Την ομάδα και το στρατό. Οτιδήποτε άλλο ήταν άχρηστο, αν όχι άλλο ένα μέσο, χειραγώγησης των αφελών, από την Νέα Τάξη Πραγμάτων.

Και στα δύο πέτυχε, σχεδόν. Στην κερκίδα ήταν αναγνωρίσιμος, ο Κοντός με τ’ όνομα, στην πρώτη γραμμή κάθε φορά που γινόταν ντου. Αυτό του εξασφάλιζε διαρκείας, άσε που γνώρισε όλη την Ελλάδα, με τις τσάμπα εκδρομές. Είχε πάει και στο εξωτερικό. Από παντού είχε κασκόλ, τρόπαια από τις μάχες με τους οχτρούς. Αρχηγός όμως δεν έγινε ποτέ, εντολές πάντα εκτελούσε.

Ούτε καταδρομέας δεν έγινε ποτέ, έγινε όμως ΕΠΟΠ. Είχε καταφέρει μέχρι τότε, να τη γλυτώσει με λευκό μητρώο, βοήθησε και ένας φίλος, προσθέτοντας στο έντυπο, πέντε εκατοστά στο ύψος. Λαμπρό μέλλον μπροστά του, κάποτε θα γινόταν Αρχιλοχίας.

Στο στρατό έμαθε να αγαπάει την πατρίδα, σχεδόν το ίδιο με την ομάδα. Ονειρευόταν μάχες επικές, όπως αυτές που έδινε στις κερκίδες της αντίπαλης ομάδας, λίγοι εναντίον πολλών.

Δεν παντρεύτηκε ποτέ, πάντοτε με ανδροπαρέες, που και που κατέβαιναν στην γειτονιά με τα κόκκινα λαμπάκια αλλά και πάλι δεν πολυγούσταρε. Κάποτε είχε αναρωτηθεί γιατί αλλά γρήγορα έδιωξε την σκέψη.

Και τώρα τι; Εμαθε ότι πάνε να του κόψουν τον μισθό. Σε ποιον; Σ’ αυτόν που είναι της Ελλάδος φρουρός. Ξέρει όμως ποιοι φταίνε. Και επιτέλους, βρήκε άλλη μια ομάδα που μπορεί να προσφέρει για την πατρίδα.

Κι όταν με το καλό ξεμπερδέψουμε με όλους τους λαθραίους, θα πάρουν σειρά και κάποιοι άλλοι που έχει στο μυαλό του. Και είναι σίγουρος ότι η προσφορά του, αυτή τη φορά, θα αναγνωριστεί και που ξέρεις, ίσως, κάποια στιγμή γίνει κι αυτός βουλευτής.

Και τότε σίγουρα θα ζούμε στη Βαϊμάρη.

Sunday, September 02, 2012

ΦΡΑΠΕΔΟΠΑΤΡΙΩΤΗΣ

Μελαψός, κοντοπόδαρος, αθλητική μπάκα που μετά βίας έκρυβε το άσπρο φανελάκι και το μπλε σορτσάκι. Απαραίτητο παντοφλέ πέδιλο, με μαύρη κάλτσα. Φλούο πράσινο, πλαστικό, σέικερ του φραπέ, με μωβ σπαστό καλαμάκι, προέκταση του δεξιού βραχίονα.

Στο σχολείο δεν καταλάβαινε πολλά, αλλά φταίνε οι Μαρξιστές καθηγητές που είχε. Βέβαια ούτε τον Μαρξισμό κατάλαβε αλλά ούτε γι’ αυτό, δεν φταίει ο ίδιος. Αυτό δεν τον εμπόδισε να βολευτεί. Σχεδόν αργόμισθος. Ας είναι καλά η οικογένεια. Αλλωστε στην μικρή κοινωνία που μεγάλωσε, όλοι μια οικογένεια είναι. Ανακάλυψε το ίντερνετ και τα επιστημονικά πατριωτικά μπλογκς και έπαθε ξερολίαση. Εμαθε σπουδαίες λέξεις και φράσεις (εκολάπτες, κρέμονται στα λεγόμενα) και έπαιζε τα πάντα στα δάκτυλα. Από το Κοράνι μέχρι την διεθνή συνωμοσία του Σόρος.

Παντρεύτηκε νωρίς, όχι καμιά Δανάη ή Νανά που δεν του έδιναν σημασία, μια και ήταν λεσβίες αλλά την Πόπη, σαν την γιαγιά της, την Καλλιόπη, παρθένα, μάνα κλώσα (Γιαννάααααακηηηηη μη πας στα βαθειά και έλα να φας τον κεφτέ σου) που του θύμιζε την μάνα του.

Ηρθε στη μεγάλη πόλη που ποτέ δεν αγάπησε, γι’ αυτό και βρώμιζε. Ξεριζωμένος από τον τόπο του, εσωτερικός μετανάστης, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Με τους γείτονες, σχέσεις τυπικές έως ανύπαρκτες, δεν μιλούν την ίδια «γλώσσα». Κάθε καλοκαίρι ένιωθε βασιλιάς όταν γύριζε στο τόπο του, προσκυνητής στο τοπικό πανηγύρι, με τα σουβλάκια στη λαδόκολλα και κλαρίνο, με το φοβερό έκο που δεκαπλασίαζε η ραχούλα, τηρώντας τις πανάρχαιες παραδόσεις.

Κι όλο αυτό πάει να καταρρεύσει. Τώρα που σχεδόν τελείωσε το αυθαίρετο στα καμένα, με τους κόπους και τις μικροκομπίνες μιας ζωής. Τώρα που το καμάρι του πέρασε στην Ζαμπονοκοπτική Κοζάνης.

Ποιος φταίει που φτάσαμε μέχρι εδώ;

Ποτέ δεν ήταν άνθρωπός των Ακρων. Κεντρώος μια ζωή που σαν το εκκρεμές πήγαινε μια λίγο Δεξιά, λίγο Αριστερά, ανάλογα τις υποσχέσεις. Τι ιδεολογίες και κουραφέξαλα; Δεν υπάρχουν αυτά. Το μόνο που υπάρχει είναι το Εθνος. Εθνος ανάδελφο που οι εχθροί βυσσοδομούν να το εξαφανίσουν. Αλλά, με την βοήθεια της Παναγίας, θα νικήσουμε γιατί είμαστε Ελληνες.

Ποιος είπε ότι ζούμε στην Βαϊμάρη?

Thursday, August 16, 2012

ΟΛΟ ΟΥΖΟ ΟΥΖΟ ΟΥΖΟ

Όταν ήμουν μικρός, ένα από τα πράγματα που με μάγευε ήταν που οι μεγάλοι έριχναν λίγο νερό στο ποτήρι του ούζου κι αυτό από διάφανο, γινόταν γαλακτώδες. Αυτό και οι μεζέδες. Γέμιζε το τραπέζι, με κάθε είδους μικρά πιάτα που είχαν ταπεινό περιεχόμενο (τυρί ελιές ντομάτα πιπεριές τουρσί) αλλά και περίεργα καφτερά του διαβόλου (παστουρμά πικάντικα λουκάνικα, μύδια σαγανάκι και αλοιφές πολύχρωμες). Το μόνο που μπορούσα τότε, ήταν να τσιμπολογάω από τους μεζέδες. Επρεπε να μεγαλώσω αρκετά, για να μου επιτραπεί να πίνω μια γουλιά, αντί να βρέχω την άκρη της γλώσσας μου.

Την εκδίκηση μου την πήρα, φοιτητής στην Πάτρα. Στα προσφυγικά, την πιο ιδιαίτερη συνοικία της Πάτρας, υπήρχε ένα σπίτι που οι ιδιοκτήτες του το είχαν μετατρέψει σε ουζερί. Εκεί μυήθηκα πραγματικά στο ούζο. Εκεί ανακάλυψα την δύναμη του, να ελευθερώνει το μυαλό και την γλώσσα, κάνοντας σε ικανό να λύνεις με την παρέα, όλα τα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα. Εκεί, τυλιγμένοι στους καπνούς των τσιγάρων και στις αναθυμιάσεις του οινοπνεύματος, η πολιτική γινόταν παιχνιδάκι. Μπορούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο.

Φημισμένο φοιτητικό στέκι εκείνη την εποχή, είχε μια ιδιαιτερότητα. Το μόνο ξεχωριστό πιάτο που σέρβιρε ήταν μια απίθανη ομελέτα, πάχους 5 εκατοστών, γεμισμένη με πατάτες και λουκάνικα. Ούζο είχε μόνο χύμα, σε κάτι καραφάκια που χρόνια μετά, γίνανε μοδάτα διακοσμητικά βαζάκια. Για κάθε καραφάκι που ζητούσες σου έφερνε ένα μεζέ, διαφορετικό κάθε φορά. Ο σκληρός πυρήνας της παρέας, βετεράνοι πια, αποφασίσαμε να κάνουμε το υπέρτατο πείραμα. Θα παραγγέλναμε τόσα καραφάκια, μέχρι να μας έφερνε τον ίδιο μεζέ, με κάποιο προηγούμενο. Μέχρι το δωδέκατο, δεν το είχε κάνει, μετά χασαμε το μέτρημα και την επαφή.

 Αυτό ήταν το πρώτο μου πραγματικό μεθύσι. Το δεύτερο έγινε στην αποφοίτηση, στο ίδιο μέρος, σε ένα τραπέζι εικοσιπέντε ατόμων. Τότε που δόθηκε η τελευταία ευκαιρία σε ανομολόγητους έρωτες να εκδηλωθούν και να ζήσουν μερικές ημέρες. Ακόμα μου λείπουν οι λεπτομέρειες για το πώς βρέθηκα στο κρεβάτι της Φανής.

Από τότε το ουζάκι είναι σύντροφος παντού. Γιατί εκτός από τον μεζέ, την παρέα και την κουβέντα, το ούζο το συνοδεύουν και οι εικόνες. Τα χταπόδια που λιάζονταν κρεμασμένα με φόντο την θάλασσα, στη Πλάκα της Νάξου. Τις Γούνες στα κάρβουνα στο λιμανάκι της Αντιπάρου. Ο Μόλυβος φωτισμένος στα πόδια σου κάτω από το κάστρο. Το ουζάδικο του Ξηντάρη  στη κορυφή του βράχου της Σκοπέλου. Η Ρωμαϊκή Αγορά λουσμένη στο Αττικό φως, από τους Διόσκουρους. Και φυσικά ο κυρ Ηλίας στο πλάι του Πεδίου.

Το ούζο είναι κομμάτι της ψυχής μας. Εκείνο το ρέμπελο, το ελεύθερο κομμάτι που μοιραζόμαστε με την παρέα. Είναι κομμάτι του ελληνικού καλοκαιριού, συνυφασμένο με το άσπρο των σπιτιών που αντανακλά το φως του ήλιου και το γαλάζιο της θάλασσας. Με την αλμύρα και τις γεύσεις που δίνει αυτή η γη. Και το άρωμα του γλυκάνισου. Αντε στη υγεία μας.

Sunday, August 12, 2012

Ο ΜΠΟΓΟΣ


Πάντα του άρεσε να ταξιδεύει με το τρένο. Όταν λοιπόν κατέβαινε στο χωριό για να δει τους δικούς του, γύριζε με το τρένο. Ειδικά τώρα που η βενζίνη είχε φτάσει στα ύψη, χώρια τα διόδια. Είχε βέβαια να κουβαλάει το μπόγο με τα φιλέματα αλλά «τι να κάνεις εκεί μας έφτασαν οι προδότες πολιτικοί» σκεφτόταν. 

Το μεγάλο πρόβλημα δεν ήταν, όμως ο μπόγος που κουβάλαγε. Το πρόβλημα ήταν, όλες αυτές οι μαυριδερές κατσαρίδες που ταξίδευαν μαζί του. Αυτοί οι λαθραίοι που κατέβαιναν από τον Εβρο με τους ίδιους μπόγους σαν τον δικό του. Παράσιτα που ήταν υπεύθυνα, για όλα τα δεινά των καιρών μας. Βίαζαν έκλεβαν σκότωναν, πούλαγαν ναρκωτικά. 

Δεν ήταν ρατσιστής, άλλωστε στο χωριό είχαν κάτι Πακιστανούς, χρόνια τώρα που δούλευαν στα χωράφια και πρόσεχαν τους γέρους. Ποιος άλλος θα το έκανε, όταν όλοι οι νέοι είχαν μετακομίσει στις πόλεις, διορισμένοι οι περισσότεροι, σαν τον ίδιο, στο Δημόσιο; 

Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Επρεπε ο Ξένιος Δίας να είχε μπει σε εφαρμογή, χρόνια τώρα. Και δεν καταλάβαινε γιατί κάποιοι αντιδρούσαν. Όπως τότε, Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Μια ομάδα ΔΙΑΣ κυνηγούσε ένα μαυριδερό, με καμιά εικοσαριά μαϊμούδες τσάντες περασμένες στα μπράτσα. Η μηχανή είχε ανέβει το πεζοδρόμιο και όταν τον πλησίασε, αυτός που καθόταν πίσω από τον οδηγό, άπλωσε το πόδι. Τον βρήκε λίγο πιο κάτω από την μέση. Ο μαύρος έπεσε θεαματικά στις πλάκες. Το πρόσωπό του γέμισε αίματα. Οι τσάντες σκορπίστηκαν στο πεζοδρόμιο.
Γέλασε και ήταν έτοιμος να χειροκροτήσει και να δώσει συγχαρητήρια στα παλληκάρια. Ομως συνειδητοποίησε ότι οι περαστικοί που μαζεύτηκαν αμέσως, δεν είχαν την ίδια διάθεση. Ταυτόχρονα, έφτασαν στο σημείο άλλες τρεις μηχανές και οι αναβάτες σχημάτισαν κλοιό γύρω από τον μαύρο που ήταν σωριασμένος κάτω και δεν κουνιόταν. Δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει, να του δώσει λίγο νερό. Κάποιος σήκωσε το κινητό να τραβήξει φωτογραφίες. Τον απείλησαν με σύλληψη. Στις εκλύσεις για να καλέσουν ασθενοφόρο, απαντούσαν ότι ο μαύρος κάνει θέατρο, απλώς άνοιξε η μύτη του. Οταν άρχισαν σχεδόν όλοι να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται, εδέησαν να αφήσουν μια κοπέλα να του δώσει λίγο νερό και να τον βοηθήσει  να ανασηκωθεί.  Πραγματικά δεν τους καταλάβαινε όλους αυτούς, μα δεν αγαπούσαν την πατρίδα; Αχάριστοι.

Βυθισμένος σ’ αυτές τις σκέψεις, ούτε κατάλαβε πως έφτασαν στον σταθμό Λαρίσης. Κατέβηκε φορτωμένος τον μπόγο και κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινουπόλεως, όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητο. Γύρω του οι μαυριδερές κατσαρίδες σχεδόν έτρεχαν. Δεν κατάλαβε γιατί. Σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε τα μαύρα t-shirt με τα χρυσά γράμματα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Δευτερόλεπτα πριν νιώσει το άρβυλο λίγο κάτω από την μέση του και σωριαστεί με τη μούρη στο πεζοδρόμιο, άκουσε μια καμπάνα να κτυπά.
Ο μπόγος φταίει γαμώτο και οι πολλές ώρες ξάπλα στον ήλιο, σκέφτηκε

Saturday, July 28, 2012

ΛΟΝΔΙΝΟ ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΑΡΞΗΣ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


Όταν σχεδίαζε την τελετή έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου ο Danny Boyle,πρέπει να του είχε καρφωθεί στο μυαλό το Common People των Pulp. Oπως ο Jarvis που αποφασίζει να λύσει την απορία της κόρης του Ελληνα εφοπλιστή για το πώς ζουν οι απλοί άνθρωποι, έτσι και ο Boyle αφηγείται όχι το έπος της Βρετανικής αυτοκρατορίας, όπου ο ήλιος δεν έδυε ποτέ αλλά την Ιστορία των κατοίκων της, τους τελευταίους δύο αιώνες. Η έναρξη φαίνεται να μην είναι και τόσο εντυπωσιακή αλλά κοινότυπη όπως ακριβώς οι ζωές αυτών των απλών ανθρώπων, γιατί επιλέγει αυτό, αντί για Exacalibur, Braveheart και Παγκοσμίους Πολέμους.

Από την αγροτική ζωή. στην Βιομηχανική Επανάσταση. Από την καλλιέργεια της γης  και την κτηνοτροφία, στις ατμομηχανές και τα τεράστιες εργοστασιακές καμινάδες, η ζωή αλλάζει μαζί με το περιβάλλον. Κάποια στιγμή ο ουρανός πάνω από το στάδιο μαυρίζει όπως ακριβώς ο ουρανός πάνω από το Λονδίνο στις αρχές του περασμένου αιώνα. Και λόγω αυτής της μετάβασης, εμφανίζονται τα διάφορα Κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα. Οι Σουφραζέτες και τα Εργατικά Συνδικάτα.

Και μετά αρχίζουν να παρελαύνουν οι λαϊκοί  Ήρωες, από την λογοτεχνία πρώτα. Τις πρώτες γραμμές του Neverland τις διαβάζει η J. K. Rowling, συγγραφέας του Harry Potter. Η Mary Poppins  ηρωίδα μια σειράς παιδικών βιβλίων. Και φυσικά ο James Bond, ο μυστικός πράκτορας στην υπηρεσία της αυτού εξοχότητας της Βασίλισσας, κεντρικό πρόσωπο στα βιβλία του Ian Fleming. Μια Βασίλισσα, λαϊκή ήρωας κι αυτή που δεν διστάζει να αυτοσαρκαστεί πηδώντας με αλεξίπτωτο από το ελικόπτερο μέσα σε αποθέωση. Όπως και ο Churchill, μοναδική αναφορά στο πόλεμο κατά του Ναζισμού, που ζωντανεύει για να χαιρετήσει το Βασιλικό ελικόπτερο.

Τέλος ο Mr Bean (Rowan Atkison) κλασσικός εκπρόσωπος του φλεγματικού Αγγλικού χιούμορ, σατιρίζει το Charriots of fire μια βραβευμένη με Οσκαρ «Ολυμπιακή» ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Θα προτιμούσα τους Monty Paython σε αυτό το ρόλο αλλά εντάξει ήταν πολύ σουρεαλ ακόμα και για τον Boyle.
O Boyle εκθειάζει κι ένα ακόμα επίτευγμα των απλών ανθρώπων. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, κάτι όχι πρωτοφανές για όσους γνωρίζουν, λίγο πριν απογειώσει το πάρτι.
Το Σαββατόβραδο, από την δεκαετία του 60, η νεολαία διασκεδάζει, χορεύει, ερωτεύεται στα club με την λαϊκή (Pop) μουσική (and dance and drink and screw, because there's nothing else to do..  τραγουδάει ο Jarvis κυνικά) 
 Πασίγνωστα συγκροτήματα σε όλο τον κόσμο, με μέλη συνήθως γόνους της εργατικής τάξης (Well, what can a poor boy do, except to sing for a rock n roll band) ακούγονται στο στάδιο. Οι Beatles και οι Stones, οι Who (Why don't you all ffff(uck off?)-fade away (Talkin' 'bout my generation) και οι Kinks, ο Bowie και ο Clapton, οι Queen, oi Madness, οι Jam (Well let the boys all sing and the boys all shout for tomorrow) και οι Sex Pistols (κρίμα που δεν τόλμησε να παίξει το God saves the Queen αλλά κι έτσι καλά ήταν) μέχρι τους Kasabian, (Clash δεν είχε ή δεν πρόσεξα;), αυτή η μουσική είναι το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της Βρετανίας, προϊόν πολιτισμού.

Μη ψάχνεται να κάνετε συγκρίσεις με τις τελετές του Πεκίνου ή της Αθήνας. Διαφορετικές Ιστορίες, διαφορετικές ιδέες, διαφορετικές αντιλήψεις για το θέμα. Το σίγουρο είναι ότι αυτές οι τρεις τελετές, φέρνουν την υπογραφή μεγάλων δημιουργών, με άποψη. Και ο Boyle το απόδειξε χθες ότι είναι ένας τέτοιος, καταφέρνοντας ένα απλό πράγμα. Να φτιάξει μια τελετή έναρξης Ολυμπιακών αγώνων που εντυπωσίασε όχι με τα εφε αλλά με το συναίσθημα καταφέρνοντας να είναι αυτός που γνωρίσαμε από την πρώτη του ταινία το Trainspotting (μεταφορά νουβέλας του Irvine Welsh ενός σύγχρονου Αγγλου συγγραφέα κι αυτή). 

Well done my friend που λέτε κι εσείς τα Αγγλάκια.

Saturday, July 07, 2012

Ο ΠΑΠΑΛΑΓΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΤΕΜΠΕΛΙΑ


Μετά από τρεις εβδομάδες υποχρεωτικής άδειας, την Δευτέρα δουλεύω. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι αυτό το γεγονός, θα μου προκαλούσε χαρά. Από τότε που φοιτητής, είχα διαβάσει το βιβλιαράκι του Πωλ Λαφάργκ, «Το Δικαίωμα στη Τεμπελιά» και είχα βρει ένα ισχυρό φιλοσοφικό άλλοθι, για την απέχθειά μου σε κάθε μορφής μισθωμένης ή όχι δουλειάς, ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα ξημερώσει ημέρα που θα πίεζα εργοδότη, να με βάλει να δουλέψω και ότι θα το απολάμβανα κιόλας. Ας όψεται η κρίση.

Ο Λαφάργκ βρίσκεται, με ένα τρόπο, στον αντίποδα του πεθερού του, Καρλ Μαρξ, υποστηρίζοντας ότι η επανάσταση, θα πρέπει, να διεκδικήσει το ιερό δικαίωμα στη τεμπελιά και όχι στην εργασία. Στο βιβλιαράκι που εκδόθηκε το 1880, θεωρεί την εργασία υπεύθυνη για τον για τον εκφυλισμό του ανθρώπου, σε πνευματικό αλλά και σωματικό επίπεδο. Γράφει χαρακτηριστικά:

«Η δουλειά είναι το αίτιο κάθε λογικής διανοητικού εκφυλισμού και κάθε λογής οργανικής παραμόρφωσης. Συγκρίνετε το καθαρόαιμο άλογο των στάβλων του Ρότσιλντ, που το φροντίζουν ένα κοπάδι δίποδοι υπηρέτες, με το ψωράλογο των νορμανδικών αγροκτημάτων, που οργώνει τη γη, κουβαλάει την κοπριά και μεταφέρει τη σοδειά. Δέστε τον ευγενικό άγριο που οι ιεραπόστολοι του εμπορίου κι οι έμποροι της θρησκείας δεν τον έχουν ακόμη διαφθείρει με το χριστιανισμό, τη σύφιλη και το δόγμα της δουλειάς και δέστε έπειτα τους δικούς μας θλιβερούς δούλους των μηχανών.»

Και βέβαια, η ιδανική κοινωνία για τον Λαφάργκ δεν είναι η Αρχαία Αθήνα όπου δούλοι δούλευαν, για να φιλοσοφούν στην Αγορά οι Πολίτες αλλά τα νησιά στη Πολυνησία όπου οι τύποι αράζουν κάτω από τους κοκοφοίνικες, τρώγοντας καν’ά ψαράκι.

«Οταν θα πάψουν να υπάρχουν υπηρέτες και στρατηγοί που θα φορούν γαλόνια, όταν θα πάψουν να υπάρχουν ελεύθερες ή παντρεμένες πόρνες που θα στολίζονται με δαντέλες, όταν θα πάψουν να υπάρχουν κανόνια για φτιάξιμο και παλάτια για χτίσιμο, θα χρειαστεί να επιβάλουμε, με νόμους αυστηρούς, στις εργάτριες και στους εργάτες της δαντέλας, των σιδηρουργείων και των οικοδομών να κάνουν ασκήσεις κωπηλασίας και ρυθμικής προκειμένου ν’ αποκαταστήσουν την υγεία τους και να τελειοποιήσουν τη ράτσα. Απ’ τη στιγμή που τα ευρωπαϊκά προϊόντα θα καταναλώνονται επιτόπου και δεν θα μεταφέρονται στου διαόλου τη μάνα, θα χρειαστεί οι ναύτες, οι χαμάληδες κι οι καροτσιέρηδες να την αράξουν και να μάθουν να γλεντούν. Οι τρισευτυχισμένοι Πολυνήσιοι θα μπορούνε τότε να ριχτούν στον ελεύθερο έρωτα δίχως φόβο για τις κλωτσιές της πολιτισμένης Αφροδίτης και για τα κηρύγματα της ευρωπαϊκής ηθικής.»

Πως εγώ λοιπόν κατάντησα να απαρνηθώ τις διδαχές του Δασκάλου;
Πως ξέχασα το μότο του Λέσινγκ «Ας είμαστε τεμπέληδες σε όλα, εκτός από τον έρωτα το πιοτό και την τεμπελιά»;

Σ’ αυτά τα χρόνια της Χολέρας που ζούμε, ένιωσα πολλές φορές ντροπή όταν έπρεπε να απαντήσω καταφατικά στην ερώτηση, αν δουλεύω. Κι ακόμα χειρότερα, αν την ερώτηση μου την έκανε κάποιος φίλος, χρόνια πια στην ανεργία.


Και στο νέο που δεν καταγράφεται σε καμία λίστα του ΟΑΕΔ, θα ήταν φρόνιμο να του δώσω να διαβάσει το ξεχειλωμένο βιβλιαράκι; Φαντάζομαι, θα με πλάκωνε στο ξύλο, υποθέτοντας ότι τον κοροϊδεύω.

Και γιατί άραγε, αυτές τις τρεις εβδομάδες, ένιωσα να με αγγίζει κατάθλιψη;
Ενιωσα να μετανιώνω για τις λίγες ημέρες ξεγνοιασιάς στη Κέρκυρα;
Απέφυγα να γράψω στο blog, τι στιγμή που πάντα καταριόμουν αυτούς που μου στερούν το χρόνο, για να το κάνω;

Την απάντηση την γνωρίζετε. Ο φόβος για το αύριο, για τ’ ότι δεν θα μπορείς να σταθείς για το παιδί σου, ότι θα χάσεις και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας, τρώει τα σωθικά.
Και γιατί παλιόφιλε Πωλ, τα καταφέραμε. Γίναμε μια τέλεια κοινωνία Παπαλάγκι που ένας άγριος Πολυνήσιος δεν έχει καμία τύχη μέσα σ’ αυτή.  Αλλά αυτό βέβαια είναι ένα άλλο βιβλίο.

Sunday, June 03, 2012

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΝΑΝΤΙA ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ ΕΠΤΑ ΕΘΝΩΝ


Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε μια κοινωνία είναι, αν και πως εκφράζεται, σε κάθε δεδομένη χρονική περίοδο, η κυρίαρχη αντίληψη, για το «δέον γενέσθαι». Την ερμηνεία αλλά και τον τρόπο εφαρμογής, έτσι ώστε να αυτό το δέον γενέσθαι, να γίνει, αναλαμβάνουν τα κόμματα. Κι αυτό γίνεται με το να παρουσιάσουν κυβερνητικό πρόγραμμα, να πείσουν τον Λαό ότι είναι εφαρμόσιμο, κερδίζοντας την ψήφο του και να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, μετεκλογικά. Αυτή η διαδικασία υπό νορμάλ συνθήκες, απαιτεί κάποια χρόνια. Στο ΠΑΣΟΚ, για παράδειγμα,  χρειάστηκε επτά.

Από την στιγμή που το ο ΓΑΠ στο Καστελόριζο, με φόντο τη θάλασσα (συμβολικό?), αποφάσισε να καλέσει το ΔΝΤ για να μας σώσει, η διαδικασία αυτή μπήκε σε επιταχυντή. Το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα άρχισε να καταρρέει, ευρισκόμενο σε απόλυτη δυσαρμονία με την κοινωνία. Νέα κόμματα δημιουργήθηκαν, στην προσπάθεια να εκφράσουν την κοινωνία. Κι όλα αυτά, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό αποτυπώθηκε στις προηγούμενες εκλογές, όπου και έγινε ένας σεισμός. Βρέθηκε ξαφνικά ένα κόμμα του 4%, να απειλεί την πρώτη θέση. 

Στην περίοδο των διερευνητικών, το αποθνήσκων πολιτικό σύστημα επένδυσε, κουνώντας το σκιάχτρο της ακυβερνησίας, στο να απορροφήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, βάζοντας το στην κυβέρνηση μαζί τους και κάνοντάς το σαν τα μούτρα τους. Κι όσο αντιστεκόταν, τόσο του κουνούσαν το δάκτυλο, κραυγάζοντας, θα χρεωθείς την ακυβερνησία και το Χάος που όλο έρχεται και όλο μακριά είναι.
Τα γεγονότα τους διέψευσαν κατηγορηματικά. Η επιθυμία του Λαού είναι ξεκάθαρη. Αλλαγή της πολιτικής που μας έφερε μέχρι εδώ. Και μάλιστα ριζική, όχι μεσοβέζικες λύσεις, του στυλ θα το πούμε στα Αφεντικά κι άμα θέλουν…

Βρέθηκε λοιπόν, ένα κόμμα διαμαρτυρίας, μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, να μεταλλάσσεται σε κόμμα εξουσίας. Και να πείθει, εκφράζοντας ακριβώς το κοινό αίσθημα, κωδικοποιώντας το, σε κυβερνητικό πρόγραμμα. Δύο ημέρες τώρα λυσσάξανε οι πάντες να διαστρεβλώνουν. Το τι ακούστηκε δεν λέγεται. Από το Τσίπρα δώστα όλα, και «Λεφτά υπάρχουν», μέχρι το «ο ΣΥΡΙΖΑ βάζει νέους φόρους», αλλά δεν…

Στις επόμενες δύο εβδομάδες δημοσκοπήσεις δεν υπάρχουν , όχι τουλάχιστον στα κρατικοδίαιτα ΜΜΕ. Οι τελευταίες, μάλιστα, έγιναν πριν την εξαγγελία του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. 

Μιλάνε για ντέρμπι γιατί έτσι θέλουν, μήπως θα πληρώσουν τίποτα αν διαψευστούν?

Μήπως πλήρωσαν τίποτα στις προηγούμενες, όταν πουθενά δεν υπήρχε ο ΣΥΡΙΖΑ? 

Θα πουν απλώς ότι η δημοσκοπήσεις είναι φωτογραφία της στιγμής και καθάρισαν. 
Αυτό και το άλλο. «Μέσα σε δύο εβδομάδες ο ΣΥΡΙΖΑ, έπαιρνε δύο μονάδες σχεδόν κάθε ημέρα». Που αν είναι σωστό, τότε όχι μόνο ντέρμπι δεν θα υπάρξει αλλά η αυτοδυναμία δεν είναι μακριά.

Αυτό που δεν έχουν καταλάβει ή μάλλον δεν θέλουν να καταλάβουν, είναι ότι τον ΣΥΡΙΖΑ  τον σπρώχνει ο Λαός και τις θέσεις του τις διαμορφώνει πάλι ο ίδιος. 
Κι όσο από την μεριά του, θα παραμένει σε αυτή την σχέση ούτε «ο στρατός επτά Εθνών δεν μπορεί να τον σταματήσει». Ευτυχώς για τους περισσότερους από μας.

Sunday, May 13, 2012

ΧΘΕΣ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΗΜΕΡΑ


Το πρόβλημα με τις εκλογές είναι ότι στέλνει ένα μήνυμα. Τις περισσότερες φορές, η ερμηνεία αυτού του μηνύματος γίνεται, από τους αποδέκτες και τα φερέφωνά τους, κατά το δοκούν. Παίρνουν την αλήθεια μας και μας την κάνουν λιώμα. Κλασσικό το παράδειγμα όπου, στο παρελθόν, σχεδόν σε κάθε αναμέτρηση, όλοι ήταν νικητές.

Αυτό είναι φυσικό να συμβαίνει και σ’ αυτές τις εκλογές. Πριν τις εκλογές, όλοι τόνιζαν ότι αυτό που καλείται να αποφασίσει ο Λαός, είναι, αν θα ακολουθηθεί η ίδια πολιτική του μνημονίου που μας επέβαλαν ή όχι. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, δημιουργήθηκαν δύο μπλοκ. Το μνημονιακό και το αντιμνημονιακό. Με παραλλαγές και διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του καθενός αλλά τα δύο αυτά μπλοκ, ήταν διακριτά. 

Το μνημονιακό μπλοκ ηττήθηκε κατά κράτος. Το ΠΑΣΟΚ από το σαράντα τόσο καταβαραθρώθηκε στο 13 και η ΝΔ από το τριάντα τόσο βρέθηκε κάτω από το 20. Το ΛΑΟΣ, με την επαμφοτερίζοντα συμπεριφορά, βρέθηκε εκτός Βουλής. Η Ντόρα που ξεκάθαρα ήταν υπέρ, το ίδιο. Και η ΔΗΜΑΡ που στον κόσμο φαινόταν σαν αριστερή τσόντα των δύο πάλαι ποτέ μεγάλων, είδε τα δημοκοπικά του ποσοστά να ξεφουσκώνουν.

Ξεκάθαροι νικητές αυτοί που έπεισαν ότι θα εκφράσουν πειστικά και χωρίς κολοτούμπες τον κόσμο που δεν αντέχει πια να πληρώνει και να μη βλέπει τέλος στο μαρτύριο.
Σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο, έρχονται, λοιπόν, οι ηττημένοι και καλούν τον νικητή, να ακολουθήσει την δική τους πολιτική. Την πολιτική που λίγες ημέρες πριν ο Λαός καταδίκασε. Ζητούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, να απαρνηθεί το πρόγραμμα που έθεσε στην κρίση των ψηφοφόρων και εγκρίθηκε και να υιοθετήσει το δικό τους που καταδικάστηκε σκληρά. Και το κάνουν αυτό, με εσχατολογικά επιχειρήματα. Ακυβερνησία, έξοδος από το ευρώ, επιστροφή στην δραχμή, ξέσπασμα μαύρης πανούκλας, εισβολή των Νεφελίμ αλλά και των Ελοχίμ, αναπαράγοντας στη νιοστή, κάθε δήλωση από το εξωτερικό, λειτουργώντας καθαρά σαν Γερμανοτσολιάδες.

Ο σκοπός τους απλός. Να κάνουν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν τα μούτρα τους και να αφαιρέσουν την τελευταία ελπίδα από τον Λαό που αντιστέκεται στην φτωχοποίηση του. Και το κάνουν με τέτοιο ξεδιάντροπο τρόπο, γιατί απλώς βλέπουν το ποτάμι που θα τους σαρώσει να έρχεται ορμητικό. Ηδη η αρχή έγινε. Ολόκληρό σχεδόν το προηγούμενο υπουργικό επιτελείο εξαφανίστηκε. Το ΠΑΣΟΚ σάπισε. Ο Σαμαράς, υπό άλλες συνθήκες, θα είχε πάει σπίτι του το ίδιο βράδυ των εκλογών . Σειρά έχουν το ΚΚΕ που θυμήθηκε ότι είναι Κουμουνιστές και όχι Αριστεροί, επιλέγοντας την ταρίχευσή και το μαυσωλείο από την πραγματική ζωή και η ΧΑ, για να δούμε αν τα βαμπίρ, αντέχουν το φως του ήλιου.

Τις επόμενες εκλογές μπορούν να τις καθυστερήσουν φτιάχνοντας μια κυβέρνηση τέρας με ΝΔ , ΠΑΣΟΚ και τσόντα τον Κουβέλη. Όχι για πολύ όμως. Πριν μια εβδομάδα ξεκινήσαμε μια δουλειά. Να δείξουμε στο κόσμο πως οι Ελληνες αντιστέκονται. Πως υπάρχει ελπίδα. Και πως εν πάση περιπτώσει δεν θα πέσουμε αμαχητί. Πρέπει αυτή την δουλειά να την τελειώσουμε.