Πάντα
ήθελε να βγει να το πει ανοιχτά. Ηξερε όμως ότι είχε μια αποστολή να
εκτελέσει. Τότε εκείνο το κρύο βράδυ στο Dada, είχε χαϊδέψει την πυκνή
γενειάδα του και είχε δώσει μια υπόσχεση στους συντρόφους. Κάποια ημέρα
είχε πει, θα ανατρέψω το πολιτικό σύστημα, θα υψώσω την κοκκινόμαυρη
σημαία στην βουλή. Το συγκαταβατικό βλέμμα που είδε στα μάτια τους, τον
είχε πληγώσει αλλά και πεισμώσει.
Από τότε είχε τάξει τον εαυτό του σ’ αυτό το σκοπό. Είχε απαρνηθεί την μέχρι τότε ζωή του. Τις βόλτες στους δρόμους γύρω από την Πλατεία. Τα σουβλάκια στον Κάβουρα, τις “επισκέψεις” στο βιβλιοπωλείο του Αδωνι, όχι για να αγοράσουν βιβλία, τα ποτά τα τσιγάρα και τις συζητήσεις στην Ιντριγκα και τα άλλα στέκια.
Αρχησε σιγά σιγά να αλλάζει ζωή. Απαρνήθηκε το αμπέχονο, έκρυψε τις αφίσες του Τσε και τα βιβλία του Μπακούνιν. Υιοθέτησε ένα πιο συμβατικό στυλ και κάποια στιγμή τα κατάφερε. Βοήθησε σίγουρα η οικογενειακή επιχείρηση που ξεκίνησε ο παππούς που είχε το όνομά του. Και βέβαια η μητέρα του, η μόνη που ήξερε και πίστευε σ’ αυτόν. Αυτή που εκμεταλλευόταν κάθε μπαγαποντιά του μακαρίτη για να σπρώξει το υιό λίγο πιο πάνω στην ιεραρχία. Γιατί αν περίμεναν απ’ αυτόν...
Και κάποια στιγμή τα κατάφερε. Σ΄αντίθεση με ότι πίστευαν σχεδόν όλοι τα κατάφερε. Εφτασε στο ύπατο αξίωμα. Τώρα θα μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση προς τους συντρόφους. Να διαλύσει το σύστημα από τα μέσα. Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος ήταν το πρώτο κτύπημα.
Δεν άντεξε όμως. Αρχησε να ακούει ότι πρέπει να παραιτηθεί γιατί τα έκανε μπάχαλο. Στις Κάννες μπορεί να στάθηκε όρθιος από το ‘ξύλο” που έφαγε από τους εκπρόσωπους της παγκόσμιας πλουτοκρατίας, αλλά στο εσωτερικό έπρεπε όλοι να έχουν καταλάβει και να τον στηρίξουν. Το “είσαι γαντζωμένος στην καρέκλα” που έλεγαν πολλοί ήταν η σταγόνα.
Δεν άντεξε λοιπόν και το ξεστόμισε στην Βουλή. “Είμαι ένας Αντιεξουσιαστής στη Εξουσία και θα συνεχίσω να είμαι. Μπορεί πια να αποκαλύφθηκε, μπορεί να τίναξε το σχέδιο στον αέρα, ένιωθε μια ανακούφιση και μια λύτρωση.
Δεν έβλεπε την ώρα να ξανασυναντήσει τους παλιούς συντρόφους στην Πλατεία. Που είχε βάλει η Αντα το παλιό αμπέχονο?
Από τότε είχε τάξει τον εαυτό του σ’ αυτό το σκοπό. Είχε απαρνηθεί την μέχρι τότε ζωή του. Τις βόλτες στους δρόμους γύρω από την Πλατεία. Τα σουβλάκια στον Κάβουρα, τις “επισκέψεις” στο βιβλιοπωλείο του Αδωνι, όχι για να αγοράσουν βιβλία, τα ποτά τα τσιγάρα και τις συζητήσεις στην Ιντριγκα και τα άλλα στέκια.
Αρχησε σιγά σιγά να αλλάζει ζωή. Απαρνήθηκε το αμπέχονο, έκρυψε τις αφίσες του Τσε και τα βιβλία του Μπακούνιν. Υιοθέτησε ένα πιο συμβατικό στυλ και κάποια στιγμή τα κατάφερε. Βοήθησε σίγουρα η οικογενειακή επιχείρηση που ξεκίνησε ο παππούς που είχε το όνομά του. Και βέβαια η μητέρα του, η μόνη που ήξερε και πίστευε σ’ αυτόν. Αυτή που εκμεταλλευόταν κάθε μπαγαποντιά του μακαρίτη για να σπρώξει το υιό λίγο πιο πάνω στην ιεραρχία. Γιατί αν περίμεναν απ’ αυτόν...
Και κάποια στιγμή τα κατάφερε. Σ΄αντίθεση με ότι πίστευαν σχεδόν όλοι τα κατάφερε. Εφτασε στο ύπατο αξίωμα. Τώρα θα μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση προς τους συντρόφους. Να διαλύσει το σύστημα από τα μέσα. Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος ήταν το πρώτο κτύπημα.
Δεν άντεξε όμως. Αρχησε να ακούει ότι πρέπει να παραιτηθεί γιατί τα έκανε μπάχαλο. Στις Κάννες μπορεί να στάθηκε όρθιος από το ‘ξύλο” που έφαγε από τους εκπρόσωπους της παγκόσμιας πλουτοκρατίας, αλλά στο εσωτερικό έπρεπε όλοι να έχουν καταλάβει και να τον στηρίξουν. Το “είσαι γαντζωμένος στην καρέκλα” που έλεγαν πολλοί ήταν η σταγόνα.
Δεν άντεξε λοιπόν και το ξεστόμισε στην Βουλή. “Είμαι ένας Αντιεξουσιαστής στη Εξουσία και θα συνεχίσω να είμαι. Μπορεί πια να αποκαλύφθηκε, μπορεί να τίναξε το σχέδιο στον αέρα, ένιωθε μια ανακούφιση και μια λύτρωση.
Δεν έβλεπε την ώρα να ξανασυναντήσει τους παλιούς συντρόφους στην Πλατεία. Που είχε βάλει η Αντα το παλιό αμπέχονο?
No comments:
Post a Comment