Η
Παρασκευή στο εργοστάσιο, από τότε που η κατάσταση έγινε σκατά και δεν
δουλεύουμε το Σάββατο, είναι μια ξεχωριστή ημέρα. Ο Γιάννης, εθιμοτυπικά
πια, μόλις κτυπήσει το κουδούνι, φωνάζει την ίδια φράση:
"Παιδάκια σήμερα είναι Παρασκευή, πάμε χαλαρά. Εχουμε μπροστά μας ένα Σαββατοκύριακο".
Και ακολουθούν πειράγματα και γέλια για το τι θα μπορούσε να κάνει ο καθένας μας, αν του περίσσευαν τα λεφτά. Για συναγρίδες και ούζα δίπλα στην θάλασσα και τριήμερες εκδρομές σ’ εξωτικά μέρη.
Το ίδιο έκανε και την προηγούμενη Παρασκευή. Μόνο που η ατμόσφαιρα είχε γίνει πια, πολύ βαριά και κανείς δεν είχε την διάθεση να αστειευτεί.
Από τα Χριστούγεννα και μετά συνέχεια λιγοστεύουμε. Συνάδελφοι ο ένας μετά τον άλλο μας αποχαιρετούν και μπαίνουν στην μακρυά λίστα των ανέργων. Οσοι μένουμε πίσω, ντρεπόμαστε και νιώθουμε άσχημα γιατί η αίσθηση ότι κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτούς που απολύονται αλλά δεν μπορούμε είναι αφόρητη. Γιατί το δίλημμα, κρατάμε ανοικτό το εργοστάσιο μένοντας όλο και πιο λίγοι, με την ελπίδα ότι τα πράγματα θα καλυτερεύσουν ή βγαίνουμε στο πεζοδρόμιο και το κλείνουμε μια ώρα αρχύτερα, κανείς δεν μπορεί να πάρει την ευθύνη και να το απαντήσει.
Επειτα, μεταξύ μας, οργιζόμαστε και αναλύουμε την οικονομική κατάσταση και βρίζουμε και αγανακτούμε. Και δίνουμε ραντεβού στην επόμενη απεργία και κάθε επόμενη φορά, φωνάζουμε πιο δυνατά συνθήματα, όλο και περισσότερο απελπισμένα.
Εχουμε καταντήσει όταν μιλάμε με κάποιο γνωστό η δεύτερη ερώτηση μετά το τι κάνεις, να είναι πως πάει η δουλειά. Κι αυτό το δόξα σοι ο Θεός υπάρχει που δίνουμε σαν απάντηση, να μου σπάει τα νεύρα. Εχουμε καταντήσει, το να έχεις δουλειά να είναι θεϊκό δώρο, κατόπιν γονυπετούς παράκλησης και ανάμματος κεριού στην εκκλησία.
Ετσι λοιπόν, κανείς δεν είχε διάθεση να συμμεριστεί το κέφι του Γιάννη την προηγούμενη Παρασκευή. Πες από προαίσθημα, πες γιατί στραβοκοιμήθηκα, του φώναξα να το κόψει. Σχεδόν παρεξηγήθηκε. Λίγες ώρες μετά ο Ιάκωβος μας αποχαιρέτησε και λίγο μετά, σχεδόν όλο το εργοστάσιο, έβγαινε σε υποχρεωτική κανονική άδεια.
Η Παρασκευή αυτή λοιπόν, πράγματι, δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Για άλλη μια φορά ο φόβος για το μέλλον έκανε την εμφάνισή του. Φόβο που δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε κι ας έχω απολυθεί ή παραιτηθεί αρκετές φορές. Η σιγουριά ότι πάντα θα υπάρχει μια θέση για μένα και μάλιστα καλύτερη από την προηγούμενη, δεν υπάρχει πλέον. Η νέα τάξη πραγμάτων έβγαλε πόρισμα ότι οι εργαζόμενοι στην ηλικία μου είναι ακριβοί. Η εμπειρία και κυρίως η προϋπηρεσία μου, απαιτούν μεγαλύτερο μισθό που κανείς δεν είναι διατεθειμένος, να πληρώσει σήμερα. Και η σύνταξη απέχει τουλάχιστον 15 χρόνια.
Τώρα γράφοντας αυτές τις γραμμές προσπαθώ να ξορκίσω αυτό το φόβο. Να τον εκθέσω τον άτιμο, στους διαδικτυακούς τόπους. Και λίγες ώρες μετά στην πορεία, παρέα μ’ όλους να τον ξεφτιλίσω και να τον εξαφανίσω.
Τα λέμε εκεί.
"Παιδάκια σήμερα είναι Παρασκευή, πάμε χαλαρά. Εχουμε μπροστά μας ένα Σαββατοκύριακο".
Και ακολουθούν πειράγματα και γέλια για το τι θα μπορούσε να κάνει ο καθένας μας, αν του περίσσευαν τα λεφτά. Για συναγρίδες και ούζα δίπλα στην θάλασσα και τριήμερες εκδρομές σ’ εξωτικά μέρη.
Το ίδιο έκανε και την προηγούμενη Παρασκευή. Μόνο που η ατμόσφαιρα είχε γίνει πια, πολύ βαριά και κανείς δεν είχε την διάθεση να αστειευτεί.
Από τα Χριστούγεννα και μετά συνέχεια λιγοστεύουμε. Συνάδελφοι ο ένας μετά τον άλλο μας αποχαιρετούν και μπαίνουν στην μακρυά λίστα των ανέργων. Οσοι μένουμε πίσω, ντρεπόμαστε και νιώθουμε άσχημα γιατί η αίσθηση ότι κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτούς που απολύονται αλλά δεν μπορούμε είναι αφόρητη. Γιατί το δίλημμα, κρατάμε ανοικτό το εργοστάσιο μένοντας όλο και πιο λίγοι, με την ελπίδα ότι τα πράγματα θα καλυτερεύσουν ή βγαίνουμε στο πεζοδρόμιο και το κλείνουμε μια ώρα αρχύτερα, κανείς δεν μπορεί να πάρει την ευθύνη και να το απαντήσει.
Επειτα, μεταξύ μας, οργιζόμαστε και αναλύουμε την οικονομική κατάσταση και βρίζουμε και αγανακτούμε. Και δίνουμε ραντεβού στην επόμενη απεργία και κάθε επόμενη φορά, φωνάζουμε πιο δυνατά συνθήματα, όλο και περισσότερο απελπισμένα.
Εχουμε καταντήσει όταν μιλάμε με κάποιο γνωστό η δεύτερη ερώτηση μετά το τι κάνεις, να είναι πως πάει η δουλειά. Κι αυτό το δόξα σοι ο Θεός υπάρχει που δίνουμε σαν απάντηση, να μου σπάει τα νεύρα. Εχουμε καταντήσει, το να έχεις δουλειά να είναι θεϊκό δώρο, κατόπιν γονυπετούς παράκλησης και ανάμματος κεριού στην εκκλησία.
Ετσι λοιπόν, κανείς δεν είχε διάθεση να συμμεριστεί το κέφι του Γιάννη την προηγούμενη Παρασκευή. Πες από προαίσθημα, πες γιατί στραβοκοιμήθηκα, του φώναξα να το κόψει. Σχεδόν παρεξηγήθηκε. Λίγες ώρες μετά ο Ιάκωβος μας αποχαιρέτησε και λίγο μετά, σχεδόν όλο το εργοστάσιο, έβγαινε σε υποχρεωτική κανονική άδεια.
Η Παρασκευή αυτή λοιπόν, πράγματι, δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Για άλλη μια φορά ο φόβος για το μέλλον έκανε την εμφάνισή του. Φόβο που δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε κι ας έχω απολυθεί ή παραιτηθεί αρκετές φορές. Η σιγουριά ότι πάντα θα υπάρχει μια θέση για μένα και μάλιστα καλύτερη από την προηγούμενη, δεν υπάρχει πλέον. Η νέα τάξη πραγμάτων έβγαλε πόρισμα ότι οι εργαζόμενοι στην ηλικία μου είναι ακριβοί. Η εμπειρία και κυρίως η προϋπηρεσία μου, απαιτούν μεγαλύτερο μισθό που κανείς δεν είναι διατεθειμένος, να πληρώσει σήμερα. Και η σύνταξη απέχει τουλάχιστον 15 χρόνια.
Τώρα γράφοντας αυτές τις γραμμές προσπαθώ να ξορκίσω αυτό το φόβο. Να τον εκθέσω τον άτιμο, στους διαδικτυακούς τόπους. Και λίγες ώρες μετά στην πορεία, παρέα μ’ όλους να τον ξεφτιλίσω και να τον εξαφανίσω.
Τα λέμε εκεί.
No comments:
Post a Comment